Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Rhodian Amphora Stamps as Evidence of War in the Southern Levant





Gerald Finkielsztejn, IAA



Wine from Rhodes was by far the most commonly imported commodity in the Southern Levant during the Hellenistic period. The study of the stamped handles of the amphorae that transported it provides various types of information, not only on the chronology of events but also on political and economic history. The study is at its best when the sample size is large, allowing one to distinguish significant profiles of chronological distribution.

Comparisons with written sources provide confirmation of the latter and even some additional nuances on the events. This applies to events linked with warfare such as conquest, destruction, abandonment, recession and even supply for the preparation for or during movements related to war. The precise understanding of and differentiation between these categories of events is generally possible with the help of other archaeological information such as destructions with burnt pottery, or finds such as coins, inscribed lead weights, sealed doors, etc.


A significant peak of imports occurs at the lower city of Akko in the period between the battle of Raphia (217 BCE) and that of Panion (Banias, 200 BCE), during the Fourth Syrian War. The same peak, however more discrete, appears at other sites in the Southern Levant. This might be understood as supplies for the soldiers, either by the Ptolemies to protect the area far from the border of Egypt proper, and/or by the Seleucids to strengthen their troops, explaining the location of their final victory.


A clear decline in the imports is seen at Maresha/Marisa following the battle of Judas the Maccabee (165 BCE) on his way from Hebron to the "Land of the Philistines." That decline seems to have lasted about 15 years. This is corroborated by the finds dating the construction and floruit of activity in the shops of the lower city insula in Area 100.


The construction of the Acra in Jerusalem with the introduction of a garrison there by Antiochus IV (since 169 BCE) is manifested in a huge peak in the supply of Rhodian wine. The complete cessation of that supply was caused by the blockade by Jonathan in 145 BCE. The occupation of Gezer by Simon seems to be reflected in an interruption in the supply of "non-kosher" wine (c. 142–138 BCE). The re-occupation by the Seleucids also finds expression in the presence of Rhodian stamps until c. 127 BCE.


A study of the dated finds, especially the Rhodian stamps, provides evidence for the conquests by John Hyrcanus I. At Tel Istabah, the actual destruction is confirmed by the massive conflagration of its buildings, burning all the amphorae found in situ. At Maresha/Marisa, not a single burnt object was found in all the areas excavated inside the Lower City. Traces of fire were due to the intense use of a large tabun (in Area 61). If a battle was waged it probably took place only at the gates of the lower city and in limited (so far unexcavated) areas inside it. Sealed outer doors of houses in Area 100 suggest an organized abandonment, perhaps at the time of the ultimatum on conversion by Hyrcanus.


On the other hand, the claim for good relationships between John Hyrcanus I and Alexander II Zebinas by Josephus is manifested by the relatively large number of coins of the latter (number of coins/number of years) found in sites in the region of Samaria, which seems to have been part of the "territory" of the Seleucid king.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Ασσυριακές αρχαιολογικές ανασκαφές


Κάποτε ήταν της μόδας για τους κριτικούς της Βίβλου να απορρίπτουν ως ιστορικούς μύθους, τις ιστορίες που αναγράφονται στα βιβλιά των Βασιλέων. Οι αφηγήσεις για την κακομεταχείρηση των Ιουδαίων από την Ασσυριακή Αυτοκρατορία θεωρήθηκαν θρησκευτικές φαντασιώσεις. Η σύγχρονη αρχαιολογία όμως έχει ανατρέψει πλήρως αυτές τις κριτικές.
Από το 1845 και μετά, έγινε μια σειρά ανακαλύψεων από το νεαρό Άγγλο Χέντρυ Λάιαρτστη Νινευή, τη πρωτεύουσα της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας.
Νινευή
Το 1845 ο Λάιαρτ ανακάλυψε κάτι που επρόκειτο να είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής του: τον περίφημο Μαύρο Οβελίσκο της Νινευή. Ο οβελίσκος αυτός ήταν ένα μνημείο νίκης του Ασσύριου βασιλιά Σαλμανασάρ Γ', που βασίλεψε από το 858 μέχρι το 824 π.Χ., ήταν δηλαδή σύγχρονος του βασιλιά Αχαάβ. Η επιγραφή πάνω στον οβελίσκο απαριθμεί τις μάχες του Σαλμανασάρ, και μεταξύ άλλων, εναντίον του βασιλιά Αζαήλ της Δαμασκού, ο οποίος αναφέρεται στο βιβλίο Β' Βασιλέων 13:24
.(2Βασ. 13:24 )
Απέθανε δε ο Αζαήλ βασιλεύς της Συρίας, και εβασίλευσεν αντ' αυτού Βεν-αδάδ ο υιός αυτού.Ακόμα πιο βαρυσήμαντο όμως είναι το γεγονός ότι ο οβελίσκος απεικονίζει ανθρώπους που αποδίδουν φόρο υποτελείας στον Ασσύριο μονάρχη με τα ακόλουθα λόγια:

«Απόδοση φόρου υποτελείας από τον Ιαούα, του Μπιτ-Χαμρί: Ασήμι, χρυσάφι, ένα χρυσό κύπελλο, χρυσές κούπες, ένας χρυσός κύανθος, στάμνες από χρυσό, μόλυβδο, σκήπτρα για το βασιλιά και βαλσαμόξυλο που έλαβα από αυτόν».
Theglath Felasar-C
Assourmpanipal
«Ιαούα του Μπιτ-Χαμρί» είναι απλά η ασσυριακή μετάφραση του ονόματος του βασιλιά του Ισραήλ Ιηού (Β' Βασ. κεφ.9). Ήταν η πρώτη μνεία ενός βιβλικού βασιλιά από μη βιβλική πηγή. Δε θα ήταν όμως η τελευταία.
Τελικά ήρθε στο φως η μεγάλη βιβλιοθήκη του παλατιού του βασιλιά Ασσουρμπανιπάλ στις ανασκαφές της Νινευή. Η εντυπωσιακή αυτή ανακάλυψη, που άρχισε από τον Λάιαρτ και συνεχίστηκε από Βρετανούς και Γάλλους αρχαιολόγους, έφερε στο φως, με καταπληκτικές λεπτομέρειες, χιλιάδες γεγονότα της ασσυριακής ιστορίας, πολλά από τα οποία έχουν επιβεβαιώσει τις βιβλικές αφηγήσεις για την ήττα των Ισραηλιτών από την Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Ανάμεσα στο πλήθος των πήλινων πλακών που βρέθηκαν, υπήρχαν τα χρονικά του μεγαλύτερου κατακτητή βασιλιά των Ασσυρίων, του Θεγλάθ-Φελασάρ Γ'. Οι κομπαστικές αφηγήσεις των στρατιωτικών του επιτυχιών ταιριάζουν απόλυτα με τις αφηγήσεις των βιβλίων των Βασιλέων:
«Έλαβα φόρο υποτελείας από τον Μοναήμ της Σαμάρειας».
«Κι ο Φουλ (Θεγλάθ-Φελασάρ), ο βασιλιάς της Ασσυρίας, ήρθε εναντίον της γης. κι έδωσε ο Μαναήμ στον Φουλ 1.000 τάλαντα ασημιού, για να έχει την υποστήριξή του, ώστε να ενισχύσει τη βασιλεία του» (Β' Βασ.15:19).
«Έλαβα φόρο υποτελείας από τον Ιαουχαζί (Άχαζ) του Ιούδα».
«Τότε ο Άχαζ έστειλε μηνυτές στο Θεγλάθ-Φελασάρ, τον βασιλιά της Ασσυρίας... κι ο Άχαζ πήρε το ασήμι και το χρυσάφι, που βρέθηκε στον Οίκο του Κυρίου και στους θησαυρούς του παλατιού του βασιλιά και το έστειλε ως δώρο στο βασιλιά της Ασσυρίας» (Β' Βασ.16:7-8).
«Πολιόρκησα και κατέλαβα την πόλη του Ρησόν (Ρεσίν) της Δαμασκού. Εκτόπισα 800 ανθρώπους μαζί με τα υπάρχοντά τους. Τις πόλεις 16 περιοχών της Δαμασκού τις ισοπέδωσα, όπως ισοπεδώνει η πλημμύρα ένα σωρό από σκουπίδια».
«Και δέχτηκε την παράκλησή του ο βασιλιάς της Ασσυρίας και ανέβηκε ο βασιλιάς της Ασσυρίας εναντίον της Δαμασκού και την κυρίευσε και μετατόπισε το λαό της στη Κιρ και τον Ρεσίν τον σκότωσε» (Β' Βασ.16:9).
«Ανέτρεψαν το Φεκά, το βασιλιά τους κι εγώ διόρισα βασιλιά τους τον Ωσηέ».
«Και ο Ωσηέ, ο γιος του Ηλά, έκανε συνωμοσία κατά του Φεκά, το γιο του Ρεμαλία και τον ανέτρεψε και τον σκότωσε και βασίλεψε ο ίδιος στη θέση εκείνου, στον 20ο χρόνο του Ιωθάμ, του γιου του Οζία» (Β' Βασ.15:30).
«Όλες οι πόλεις του Μπετ-Ορμί (Ισραήλ) τις προσάρτησα στη δική μου επικράτεια, σε προηγούμενες εκστρατείες μου, εκτός από την πόλη της Σαμάρειας... Ολόκληρη τη χώρα του Νεφθαλί την προσάρτησα στην Ασσυρία. Διόρισα δικούς μου κυβερνήτες να τις κυβερνούν. Το λαό του Μπετ-Ορμί, με όλα τα υπάρχοντά τους, τους εκτόπισα στην Ασσυρία».
«Στις μέρες του Φεκά, του βασιλιά του Ισραήλ, ήρθε ο Θεγλάθ-Φελασάρ, ο βασιλιάς της Ασσυρίας, και κυρίεψε την Ιιών και την Αβέλ-βαιθ-μααχά και την Ιανώχ και την Κεδές και την Ασώρ και τη Γαλαάδ και τη Γαλιλαία, ολόκληρη τη γη του Νεφθαλί και τους μετοίκησε στην Ασσυρία» (Β' Βασ.15:29).


Ένας μεταγενέστερος Ασσύριος βασιλιάς, ο Σαργών Β'(722-705 π.Χ), άφησε επίσης χρονικά που επιβεβαιώνουν την ιστορική ακρίβεια της Βίβλου. Το εδάφιο Β' Βασ.17:24 μας πληροφορεί ότι ο Ασσύριος βασιλιάς έφερε εποίκους από τους υπηκόους της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας και τους εγκατέστησε στην κατακτημένη χώρα του Ισραήλ. Μια από τις περιγραφές του Σαργών γεμάτη κομπασμό λέει: «Μετέφερα ανθρώπους άλλων χωρών, αιχμαλώτους που εγώ τους αιχμαλώτισα και τους εγκατάστησα εκεί. Διόρισα δικούς μου άρχοντες για να κυβερνούν».
Με το Ισραήλ αφανισμένο, η μόνη εβραϊκή βασιλεία που παρέμεινε ήταν εκείνη του Ιούδα. Σύμφωνα με την αφήγηση του Β' Βασ.18:7, ο Εζεκίας, βασιλιάς του Ιούδα, συμμάχισε με γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Φιλισταίων και των Αιγυπτίων, για να πολεμήσουν κατά της Ασσυρίας. Ο Σαργών στις ιστορικές του αφηγήσεις το επιβεβαιώνει: «Οι Φιλισταίοι, ο Ιούδας, ο Εδώμ και ο Μωάβ, που σχεδίασαν εχθροπραξίες εναντίον μου με ατιμίες αναρίθμητες... οι οποίοι, με σκοπό να τον προδιαθέσουν εναντίον μου και να τον κάνουν εχθρό μου, έφεραν δώρα με πλήρη υποταγή στο Φαραώ, βασιλιά της Αιγύπτου... και τον ικέτευσαν να συνάψει μαζί τους συμμαχία...». Η αντι-ασσυριακή συμμαχία το θεώρησε σαν ευκαιρία για δράση, όταν επαναστάτες γέμισαν ξαφνικά την πόλη Άζωτο των Φιλισταίων, αλλά η άμεση και σκληρή καταστολή της επανάστασης από τον ασσυριακό στρατό εμπόδισε τη συμμαχία να προβεί σε οποιαδήποτε αξιόλογη δράση. Η Π. Διαθήκη αφηγείται την πράξη αυτή στον Ησαΐα 20:1:
«...ο Ταρτάν (ένας τοπικός στρατιωτικός διοικητής) ήρθε στην Άζωτο, όταν τον έστειλε ο Σαργών, ο βασιλιάς της Ασσυρίας και πολέμησε εναντίον της Αζώτου και την κυρίευσε».
Ο Σαργών, συνεπής στη συνήθειά του, εξιστορεί τον άθλο: «Την Άζωτο την πολιόρκησα και την κυρίεψα... Τους θεούς της, τις γυναίκες της, τους γιους της, τις κόρες της, τις προσωπικές τους περιουσίες, τους θησαυρούς του παλατιού και όλο το λαό της περιοχής της, τα θεώρησα όλα ως λάφυρα».
Τελικά, ο Εζεκίας αποφάσισε να κηρύξει ένοπλη επανάσταση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο διάδοχος του Σαργών, ο Σενναχειρείμ, επιτέθηκε στο βασίλειο του Ιούδα και πολιόρκησε την πρωτεύουσά του, όπως ιστορείται στο Β' Βασ.18:17, αφού πρώτα κατέστρεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, όπως καταγράφεται στο Β' Βασ.18:13. Ο Σενναχειρείμ, όπως και ο προκάτοχός του, με κομπασμό κατέγραψε πάνω σε πέτρες τις επιτυχίες του εναντίον των Ιουδαίων:
«Και τον Εζεκία του Ιούδα, που δεν υποτάχθηκε στο ζυγό μου... αυτοόν τον απέκλεισα στην Ιερουσαλήμ, στη βασιλική του πόλη, σαν πουλί μέσα στο κλουβί. Έφτιαξα προχώματα εναντίον του, και όποιος βγει αέξω από την πύλη της πόλης του θα τον κάνω να πληρώσει για το έγκλημά του. Τις πόλεις του, που τις λαφυραγώγησα, τις απέκοψα από τη χώρα του...».

Σενναχειρείμ

Ο Εζεκίας παραδόθηκε και πλήρωσε φόρο υποτελείας, ασήμι και χρυσό, στο Σενναχειρείμ σύμφωνα με το Β' Βασ.18:14-15. Πράγματι, ο ίδιος ο Σενναχειρείμ γράφει:«Όσο για τον Εζεκία, η δόξα της μεγαλειότητάς μου τον κατέπληξε μέχρι συντριβής...Διέταξε να μου φέρουν στη Νινευή 30 τάλαντα χρυσού... πολύτιμους θησαυρούς, καθώς και τις κόρερς τους, τις γυναίκες του χαρεμιού του και τους αοιδούς άνδρες και γυναίκες. Μουέστειλε απεσταλμένους του για να πληρώσουν φόρο υποτελείας και για να μου μεταφέρουν το σεβασμο του και την υποταγή του σε μένα».

Αργότερα, σύμφωνα με το Β' Βασ.19:37, ο Σενναχειρείμ δολοφονήθηκε από δυο από τους γιους του, την ώρα που προσκυνούσε το θεό Νισρώκ στο ναό του:
«Κι ενώ προσκυνούσε στο ναό του θεού του, του Νισρώκ, ο Αδραμμέλεχ και ο Σαρασάρ, οι γιοι του, τον σκότωσαν με μαχαίρι και οι ίδιοι έφυγαν στη γη της Αρμενίας. Και αντ’ αυτού βασίλεψε ο γιος του ο Εσαραδδών».


Ο Εσαραδδών, ο νέος βασιλιάς, κατέγραψε το ακόλουθο γεγονός, επιβεβαιώνοντας πάλι την ιστορική αυθεντία της Βίβλου:
Ο Εσαραδδών
«Προδοτικές σκέψεις παρακίνησαν τα αδέλφια μου... Στασίασαν. Για να σφετεριστούν και να ασκήσουν οι ίδιοι τη βασιλική εξουσία, σκότωσαν το Σενναχειρείμ. Έγινα σαν εξαγριωμένο λιοντάρι, με κυρίεψε μανία εκδίκησης». Αυτές οι καταπληκτικές επιβεβαιώσεις των ιστορικών αφηγήσεων της Π. Διαθήκης από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, σχετικά με την ήττα του Ισραήλ από τους Ασσύριους και την υποταγή του σ’ αυτούς, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η αρνητική βιβλική κριτική έχει χτίσει τα θεμέλιά της πάνω στην άμμο, ενώ η πίστη στην αυθεντία και το κύρος των Γραφών αποτελεί στέρεο θεμέλιο για την αληθινή και ορθή πίστη.

Τα αρχαία μυστικά της Εδέμ



Είναι το Γκιαμπεκλί Τεπέ, ένας λόφος ιερών στην Τουρκία, ο Παράδεισος της Βίβλου;
Τα αρχαία μυστικά της Εδέμ
Με τίποτε δεν θυμίζει αυτός ο «κρανίου τόπος» τη βιβλική Εδέμ των Πρωτοπλάστων. Κι όμως...
Η θέση του Gοbekli Tepe, σχεδόν στα σύνορα Τουρκίας - Συρίας
Ενας λόγος που κάποιοι λατρεύουν το καλοκαίρι «παρά θίν' αλός» είναι ότι κάνει εφικτή τη φυγή από την οδυνηρή πραγματικότητα. Για παράδειγμα, πηγαίνεις σε μια ερημική αμμουδιά πριν από το ηλιοβασίλεμα, ξαπλώνεις με το «National Geographic» του Ιουνίου 2011 στο χέρι και διαβάζεις για το Gοbekli Tepe, ώσπου βγαίνουν τ' αστέρια. Υστερα καρφώνεις το βλέμμα σου στο «ποτάμι του Γαλαξία», ψάχνοντας τον Deneb του αστερισμού του Κύκνου, ώσπου ο Μορφέας σε κλέβει... Και τότε ξεχνάς το σήμερα και ταξιδεύεις στον χρόνο...
«Γυρνάς» 11.000 χρόνια πριν από σήμερα, και είσαι σ' ένα μέρος παραδεισένιο: αντιλόπες, αγριογούρουνα, αρκούδες, λιοντάρια, αλεπούδες και λαγοί τρέχουν στις καταπράσινες πλαγιές, πάπιες, χήνες και ερωδιοί τσαλαβουτάνε στα ρυάκια που σμίγουν παρακάτω και γίνονται ο Ευφράτης. Είσαι στο μέρος όπου χιλιάδες χρόνια μετά θα χτιστεί η Urfa των Χαλδαίων, όπου γεννήθηκε ο Αβραάμ, η πόλη που στα χρόνια του Αλεξάνδρου θα ονομαστεί Εδεσσα, για να καταλήξει Sanliurfa στα χέρια των Τούρκων. Αλλά «τώρα», στον χρόνο που τη βλέπεις εσύ, δεν υπάρχει πόλη, ούτε χωριό, μήτε καν σπίτια. Μόνο κυνηγοί υπάρχουν στις πλαγιές, με ρόπαλα και λίθινα μαχαίρια, και τις φαμίλιες τους μακριά η μία απ' την άλλη. Στον Βορρά βλέπεις να υψώνεται η οροσειρά που κατοπινά θα ονομαστεί του Ταύρου, ανατολικά εκείνη του Karadag, στα νότια απλώνεται το οροπέδιο του Harran ως τη σημερινή Συρία, και δυτικά η Κοιλάδα του Ευφράτη. Εκεί που στέκεις εσύ αρχίζει ο πιο ψηλός λόφος της περιοχής. Ακούς φωνές να έρχονται από την κορφή του και πλησιάζεις. Κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ: ιερείς διατάζουν τους κυνηγούς - καμιά πεντακοσαριά από αυτούς - και εκείνοι κουβαλούν και σέρνουν βράχους, χωρίς εργαλεία, χωρίς άμαξες, χωρίς γαϊδούρια... Τους στυλώνουν σ' έναν κύκλο, και εκεί κάποιοι αρχίζουν να τους πελεκούν και να τους λειαίνουν με τα πρωτόγονα εργαλεία τους.
Το ρολόι του χρόνου ξαναγυρνάει ανάστροφα και βλέπεις τώρα το μέρος χίλια χρόνια μετά. Ο ένας κύκλος έχει γίνει καμιά δεκαριά, όχι μόνον ο ένας δίπλα στον άλλον αλλά και... επάνω στους άλλους. Ετοιμάζονται και άλλοι τόσοι κύκλοι, χωρίς σταματημό. Ο κάποτε μυτερός λόφος έχει πια καμπυλωθεί από όλες αυτές τις κατασκευές και μοιάζει με κυψέλη σε σχήμα καμπάνας. Καταμεσής στους κύκλους ορθώνονται οι μεγάλιθοι που είχες πρωτοδεί, λαξεμένοι όλοι σε σχήμα Τ, με περίτεχνα ημίγλυφα και ανάγλυφα ζώων, πουλιών και ερπετών επάνω τους. Μια πραγματική πόλη ιερών έχει στηθεί, χωρίς όμως κανονική πόλη κατοίκων γύρω της, παρά μόνο κατασκηνώσεις προσκυνητών που συρρέουν από παντού.
Ξανατρέχει ο χρόνος προς τα μπρος, για άλλα χίλια χρόνια, και βλέπεις τώρα στο βάθος, στον Ευφράτη, χωριά αγροτών να έχουν φτιαχτεί, όπως αυτό που σήμερα λέγεται Nevali Ηori. Τρέφουν γουρούνια εκεί, θερίζουν στάχυα και ψήνουν ψωμί. Οι κυνηγοί τους μισούν γιατί κόβουν τα δένδρα και διώχνουν το κυνήγι. Οι προσκυνητές στον λόφο των ιερών είναι πια λιγοστοί.
Χίλια χρόνια μετά - περίπου πριν από 8.000 χρόνια - βλέπεις ξανά κάτι παράξενο να συμβαίνει στον λόφο: άνθρωποι πολλοί φθάνουν, από πόλεις πραγματικές που άρχισαν να στήνονται εκεί κοντά, όπως αυτή που τώρα οι Τούρκοι λένε Catal Huyuk. Κουβαλούν σακιά με άμμο και ανεβαίνουν. Φτάνουν πάνω από τα ιερά με τους μεγαλίθους και... τα αδειάζουν πάνω τους. Αδειάζουν... αδειάζουν... ασταμάτητα. Κάποτε σκεπάζονται όλα από άμμο και χώμα. Ο ιερός λόφος δεν υπάρχει πια. Κοιμάται, σκεπασμένος με τις κατάρες όσων κάποτε τον λάτρευαν. Και να σκεφθείς ότι, τότε, στα νότια του νησιού που λέγεται τώρα Βρετανία, κάποιοι άλλοι θα στήσουν εκεί για πρώτη φορά έναν κύκλο με μεγαλίθους - αλλά όχι πελεκημένους με τούτων εδώ τη μαστοριά - που θα τον λένε Stonehenge!
Ξανακατρακυλάς στον χρόνο και φθάνεις στο 1994. Ο παράδεισος που ήταν μύρια χρόνια πριν, έχει μεταβληθεί σ' έναν ξερότοπο. Είναι καλοκαίρι και τα κοπάδια των Κούρδων ψάχνουν με τις ώρες να βρουν λίγο χορτάρι. Ο βοσκός που ανηφορίζει τον λόφο, σταματάει για μια στιγμή στη μία και μοναδική μουριά, που οι γέροι τη λένε «ιερό δέντρο», βγάζει το τουρμπάνι και σκουπίζει τον ιδρώτα του. Ξεκινάει και πάλι, αλλά λίγο μετά σκοντάφτει σε μια μυτερή πέτρα. Παράξενο. Μοιάζει πελεκημένη. Σκύβει, την ξεθάβει λίγο με τα χέρια του και σηκώνεται αλαφιασμένος: Αρχαία! Τρέχει χωρίς ανάσα στο χωριό, να φέρει τους χωροφυλάκους. Περνάει δίπλα σου, χωρίς να σε βλέπει, και... τρως την αγκωνιά. Αυτό ήταν! Ξύπνησες και ξαναβρέθηκες στο κατάξερο σήμερα.
Γκιαμπεκλί Τεπέ ή Εδέμ;

Σχεδόν όλες οι παραστάσεις των μεγαλίθων αντιστοιχούν με τη διάταξη αστερισμών
Αν ξαναπιάσεις το περιοδικό που διάβαζες, ή χτυπήσεις «Gοbekli Tepe» στη διαδικτυακή WikiPedia, θα μάθεις τι έγινε μετά την ανακάλυψη του Κούρδου. Στην αρχή οι ντόπιοι αρχαιολόγοι τον αποπήραν, λέγοντάς του ότι εκεί είναι μόνο τα απομεινάρια μιας βυζαντινής φρουράς, που τα είχαν βρει από το 1963. Επειτα κατέφθασε ένας πεισματάρης γερμανός αρχαιολόγος, ονόματι Klaus Schmidt, που πρόσεξε ολόγυρα τις σκαμμένες πλαγιές και κατάλαβε ότι κάποιοι, κάποτε, ίδρωσαν πολύ εδώ. Αρχισε να σκάβει και να ξεθάβει μεγαλίθους τρία μέτρα ψηλούς, με βάρος ίσα με 20 τόνους. Και από τότε... σταματημό δεν έχει. Γιατί η σάρωση του λόφου με τα ραντάρ τού έδειξε ότι άγγιξε μόνο την «κορφή του παγόβουνου». Στα αλλεπάλληλα στρώματα δόμησης κρύβονται τουλάχιστον είκοσι κύκλοι ιερών, και ως τώρα έχει ανασκαφεί μόλις το 5%. «Θα σκάβουμε για τουλάχιστον άλλα 50 χρόνια» λέει. Γιατί όμως;
Οταν ρωτούν τον ίδιο, δηλώνει ότι «το Γκιαμπεκλί Τεπέ είναι ένας λόφος ιερών στη χώρα της Εδέμ». Εδέμ; Δηλαδή... ο Παράδεισος όπου λέει η Βίβλος ότι έβαλε ο Μεγαλοδύναμος τον Αδάμ και την Εύα να ζήσουν; Ναι, αυτόν εννοεί. Και όλα τα στοιχεία συνηγορούν σε αυτό: Οι κλιματολογικές συνθήκες που τότε επικρατούσαν, η μοναδικότητα της γειτνίασης με το Karadag όπου πρωτοκαλλιεργήθηκε η γη, η μοναδικότητα των μεγαλίθων που συνιστούν την πρώτη παγκοσμίως ανθρώπινη δόμηση, τα ποτάμια της Μεσοποταμίας που έλεγε η Βίβλος ότι πηγάζουν από την Εδέμ, το ασσυριακό βασίλειο Beth Eden που άφησε τα ερείπιά του μόλις 130 χλμ. από το Γκιαμπεκλί Τεπέ... Τι πιο πιθανό από το να έζησαν κάποτε στα μέρη αυτά οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων, ώσπου ο αγρότης (Κάιν) σκότωσε τον αδελφό του κυνηγό (Αβελ); Και πόσο ταιριαστό είναι το θάψιμο των ιερών του λόφου με την αποστροφή των ανθρώπων για ό,τι τους θύμιζε το φάγωμα από το Δένδρο της Γνώσης και την Εκδίωξη των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο της Εδέμ...
Το μόνο σίγουρο που έχουμε για την ώρα είναι ότι τα ευρήματα της Αφαλοκορφής (αυτό σημαίνει στα τουρκικά το Γκιαμπεκλί Τεπέ) είναι η μεγαλύτερη αρχαιολογική ανακάλυψη των αιώνων! Επειδή, απλά, είναι το αρχαιότερο εύρημα πολιτισμού των ανθρώπων και η αρχαιότερη ένδειξη θρησκευτικής λατρείας εκ μέρους τους. Αλλά και επειδή... είναι το πιο ανεξήγητο!
Στα ίχνη της γνώσης των ιερέων

Αγαλματίδιο ενός από τους μυστηριώδεις «ιερείς της Εδέμ»
Το επιστημονικώς ορθόν είναι να περιμένει κανείς τις απαντήσεις στα όποια ερωτήματα από την περάτωση των ανασκαφών. Η προοπτική 50ετούς αναμονής όμως δεν συνάδει με τους ρυθμούς της εποχής μας. Οπότε ερασιτέχνες ή μη αρχαιολόγοι έχουν βαλθεί να κοσκινίζουν τις φωτογραφίες από τους ως τώρα ξεθαμμένους μεγαλίθους και να προσφέρουν ερμηνείες.
Πρώτο και καλύτερο στην πρόταξη ερμηνείας στάθηκε το ίδιο το «National Geographic», το οποίο διάλεξε για τίτλο τού σχετικού αφιερώματος το «Η γέννηση της θρησκείας» και για υπότιτλο το ότι «Είχαμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε πως η γεωργία οδήγησε στην ανέγερση πόλεων και αργότερα στην ανάπτυξη της γραφής, της τέχνης και της θρησκείας. Τώρα το αρχαιότερο ιερό του κόσμου προτάσσει το ότι η ανάγκη λατρείας ήταν ο σπινθήρας του πολιτισμού». Και είναι όντως μια τεράστια ανατροπή να βλέπεις ότι δεν ήταν μια κοινωνία αγροτών, εργατών και εμπόρων αυτή που ανήγειρε τέτοια μεγαλιθικά ιερά, αλλά απλοί και άξεστοι κυνηγοί. Βεβαίως, για όσους βιαστούν να καταφύγουν στη βιβλική εξήγηση της μονοθεϊστικής ευλογίας, καλό είναι να επισημάνουμε ότι η πρώτη αυτή λατρεία των ανθρώπων προκύπτει ξεκάθαρα σαμανιστική, προς δυνάμεις και ζώα της φύσης. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, παραμένει το ανεξήγητο της διαφοράς γνώσεων μεταξύ εκείνων που ζήτησαν την ανέγερση των ιερών (των ιερέων) και εκείνων που τα ανήγειραν (των κυνηγών). Εφόσον η τεχνογνωσία δεν είχε αναπτυχθεί εντοπίως, από πού είχαν έρθει αυτοί οι ιερείς;
Η μόνη κάπως στοιχειοθετημένη απάντηση είναι ότι ήταν μετανάστες από τη φυλή των Isnan, ή των Qadan, από τον Ανω Νείλο και το σημερινό Σουδάν, όπου έχουν βρεθεί ενδείξεις πρώιμης αγροκαλλιέργειας 15.000 ως 11.500 χρόνια πριν από σήμερα. Και, προς ενίσχυση της σκέψης για μια τέτοια σχέση, υπάρχει στο Γκιαμπεκλί Τεπέ μια πέτρα, με έναν σκορπιό στη βάση της, που μοιάζει ξαδερφάκι με την Παλέτα Narmer της Αιγύπτου - του 3500 π.Χ. - που έχει στη βάση της εικόνα διδύμων. Αλλά ο Σκορπιός και οι Δίδυμοι είναι γνωστοί τοις πάσι αστερισμοί. Αυτό οδήγησε σε νέες αντιστοιχίσεις μεταξύ των εικόνων που βρίσκονται σκαλισμένες στους μεγαλίθους του Γκιαμπεκλί Τεπέ και των αστερισμών. Τι προέκυψε; Σχεδόν τέλεια σύμπτωση! Μα... είχαν χαρτογραφήσει τον ουρανό πριν από 12.000 χρόνια;
Σκέφτηκα να περιμένω την απάντηση από τον κ. Schmidt, αλλά ο μισός αιώνας που ζητάει μου πέφτει πολύς. Με βλέπω... ξανά στην παραλία.

 
ΜΙΑ «ΒΟΜΒΑ» ΜΕ ΣΧΗΜΑ «Η»...

Τι γυρεύει αυτό το Η σε βράχο σκαλισμένο πριν από 10.000 χρόνια;
Η σπαζοκεφαλιά με το Γκιαμπεκλί Τεπέ κλιμακώνεται όταν θυμηθεί κανείς ότι οι εξειδικευμένοι στα μεγαλιθικά μνημεία επιστήμονες θεωρούν πως τα διάσπαρτα ανά την υφήλιο αυτά κατασκευάσματα έγιναν από ασύνδετες και άσχετες μεταξύ τους φυλές ανθρώπων. Αλλά στους κύκλους του Γκιαμπεκλί Τεπέ, όσο και στον κύκλο του Stonehenge και σχεδόν σε όλους της μεγαλιθικής Ευρώπης, βλέπουμε το εξής κοινό: ο άξονας των ιερών είναι βόρειος, και μάλιστα - λένε όσοι τους μελέτησαν - δείχνει προς τον αστερισμό του Κύκνου. Δηλαδή; Είχαν όλες αυτές οι άσχετες φυλές ανθρώπων την ίδια αστρονομική γνώση και παραδοχή;
Η πραγματική διάσταση των εν λόγω αποριών γίνεται πιο αντιληπτή αν λογαριάσουμε την απόσταση που χωρίζει εκείνη την εποχή από την εφεύρεση της γραφής (6000 π.Χ.) Και, σαν να μην έφτανε αυτό, ιδού η «βόμβα» των μυστικών του Γκιαμπεκλί Τεπέ: Ενώ η γραφή, που ανακάλυψαν 2.000 ως 3.000 χρόνια μετά οι Σουμέριοι, ήταν η γνωστή και ανεπιτήδευτη σφηνοειδής, σε κάποιους από τους μεγαλίθους της «Εδέμ» διακρίνονται γράμματα όπως το Η, με τη μορφή μάλιστα που πρωτοεμφανίστηκε στο ελληνικό αλφάβητο! Τι συνδέει τους ιερείς της Εδέμ με τη γραφή που εμφανίστηκε στην Ελλάδα 7.000 χρόνια μετά;
a.kafantaris@gmail.com
 

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Νίρου Χάνι: Ενα μινωικό μέγαρο δίπλα στη θάλασσα



Σημαντικά συμπεράσματα παρουσιάζονται την Παρασκευή στην Αρχαιολογική Εταιρεία
Νίρου Χάνι: Ενα μινωικό μέγαρο δίπλα στη θάλασσα


Ηταν ένα δημόσιο κτίριο, διοικητικού και τελετουργικού χαρακτήρα, ήταν η κατοικία ενός αρχιερέα ή ήταν απλώς μία έπαυλη; Η μελέτη των στοιχείων, που έχουν συγκεντρωθεί για το μινωικό μέγαρο στο Νίρου Χάνι έξω από το Ηράκλειο της Κρήτης οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι επρόκειτο για δημόσιο κτίριο που διατηρούσε αδιαμφισβήτητες στενές σχέσεις με την Κνωσό και την ευρύτερη επικράτειά της, διέθετε σημαντικό αποθηκευτικό δυναμικό και - κυρίως - ήταν το κέντρο του παραθαλάσσιου οικισμού, ο οποίος έχει εντοπισθεί σε μικρή απόσταση. Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει η αρχαιολόγος κυρίαΜαρία Σακελλαράκη, η οποία θα τα παρουσιάσει την Παρασκευή 11 Μαΐου στην Αρχαιολογική Εταιρεία στο πλαίσιο του Μινωικού Σεμιναρίου (ώρα 18.30).
Το κτίριο οικοδομήθηκε τον 16ο αιώνα π.Χ. αλλά έναν αιώνα μετά καταστράφηκε από πυρκαγιά και δεν ξανακατοικήθηκε. Είχε κτισθεί με μεγάλες πελεκητές πέτρες και οι τοίχοι του με ξυλοδεσιά, ήταν διώροφο και διέθετε πλακόστρωτη αυλή και δύο διαδρόμους. Επίσης είχε ιερό, μεγάλες αποθήκες για γεωργικά προϊόντα και συνολικά σαράντα δωμάτια, κάποια από τα οποία είχαν θρανία. Να σημειωθεί άλλωστε, ότι η έκτασή του είναι περί τα 1000 τ.μ.
Η μελέτη της αρχιτεκτονικής και του συνόλου των ευρημάτων του αποκάλυψε ότι το κτίριο στο Νίρου Χάνι υπήρξε κατά πολύ πλουσιότερο από ό,τι έως σήμερα ήταν γνωστό, όπως λέει η κυρία Σακελλαράκη, γιατί συγκέντρωνε αρχιτεκτονικά στοιχεία και κινητή σκευή των σπουδαιότερων οικοδομημάτων της εποχής του.

Λόγω των πολλών τελετουργικών σκευών άλλωστε είχε ερμηνευθεί ως κατοικία Αρχιερέα. Είναι η πρώτη φορά όμως τώρα, που μελετάται το σύνολο των ευρημάτων (κεραμική, χάλκινα και λίθινα αντικείμενα, πήλινες επίχριστες τράπεζες, τοιχογραφίες κτλ.), η πλειονότητα των οποίων βρισκόταν, άγνωστη στο επιστημονικό κοινό, στις αποθήκες του Μουσείου Ηρακλείου. Κι αυτό γιατί η ανασκαφή, που είχε γίνει το 1918 - 1919 από τονΣτέφανο Ξανθουδίδη παρά την αποκάλυψη ενός σημαντικότατου κτιρίου και της πληθώρας αξιόλογων και ξεχωριστών ευρημάτων ήταν, σχεδόν για έναν αιώνα, σε επίπεδο προκαταρκτικής δημοσίευσης.

Αρχαιολογικό κτηματολόγιο καταρτίζει το υπουργείο Πολιτισμού



Διαθέτει περισσότερα από 7.500 δημόσια ακίνητα σε όλη τη χώρα
Αρχαιολογικό κτηματολόγιο καταρτίζει το υπουργείο Πολιτισμού
Στα Αναφιώτικα το υπουργείο Πολιτισμού διαθέτει 40 δημόσια ακίνητα με κτίσμα και 22 χωρίς κτίσμα.


Περισσότερα από 7.500 δημόσια ακίνητα σε πόλεις και στην περιφέρεια κατέχει το υπουργείο Πολιτισμού (νυν Γενική Γραμματεία Πολιτισμού του υπουργείου Παιδείας) όπως αποδεικνύει η έως τώρα καταμέτρηση που γίνεται στο πλαίσιο της ψηφιοποίησης του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου.

Πρόκειται για ένα έργο που άρχισε πριν από δύο χρόνια περίπου και χάριν της ένταξής του στην «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ (προϋπολογισμός 7.232.000 ευρώ), πρόκειται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2013. Για να διαπιστώσει κανείς μάλιστα, πόσο χρήσιμο είναι, αρκεί να αναφερθεί, ότι στους επίσημους καταλόγους της πρώην Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, έχουν καταγραφεί από το υπουργείο Οικονομικών μόνον 2.345 δημόσια ακίνητα. 

«Το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο έρχεται να θέσει τέλος σε μια εποχή, που αναγκαστικά χαρακτηριζόταν από δυσλειτουργία, γραφειοκρατική διόγκωση και ταλαιπωρία του πολίτη»
, ανέφερε χαρακτηριστικά ο αναπληρωτής υπουργός κ. Κώστας Τζαβάρας κατά την παρουσίαση του έργου επισημαίνοντας, ότι το «υπουργείο διαθέτει μία ολοκληρωμένη βάση δεδομένων, στην οποία θα έχει πρόσβαση όποιος πολίτης το επιθυμεί από τους επόμενους μήνες». Φορέας υλοποίησης και λειτουργίας του Κτηματολογίου είναι η Διεύθυνση Απαλλοτριώσεων και Ακίνητης Περιουσίας.
Εκτός από τη συστηματική καταγραφή της ακίνητης περιουσίας το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο περιλαμβάνει και την καταγραφή του συνόλου της ακίνητης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, δηλαδή των Περιοχών Προστασίας Πολιτιστικού Περιβάλλοντος και των ακίνητων μνημείων, που είναι όλοι οι θεσμοθετημένοι αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικοί τόποι, οι Ζώνες Α' και Β' και όλες οι άλλες περιοχές προστασίας αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως επίσης και όλων των ακίνητων μνημείων από την απώτερη αρχαιότητα έως σήμερα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν τα ακίνητα του υπουργείου Πολιτισμού αποτελούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία πολιτιστικό απόθεμα και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής ή αξιοποίησης που να στηρίζεται σε μεταβολή της νομικής εμπράγματης κατάστασής τους. Οσο για τα υπόλοιπα είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους απαλλοτριωμένα για την ανάδειξη αρχαιοτήτων ή για ανασκαφές. Τέλος τα ελάχιστα που δεν ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά ο κ. Τζαβάρας είπε τόνισε ότι το υπουργείο είναι ανοιχτό στην αξιοποίησή τους, εφόσον υπάρξει ενδιαφέρον από ιδιώτες.
«Διαχειριστικό εργαλείο, που βοηθά τις υπηρεσίες εξοικονομώντας ανθρώπινους πόρους αλλά και σημαντικό επιστημονικό εργαλείο, γιατί μέσα από αυτό οι επιστήμονες θα μπορούν πλέον να έχουν σαφή, και ακριβή στοιχεία για το πολιτιστικό απόθεμα της χώρας» ανέφερε εξάλλου η γενική γραμματέας κυρία Λίνα Μενδώνη προσθέτοντας ότι «τα έργα στρατηγικής που αυτή τη στιγμή εκτελούνται από το υπουργείο είναι εκείνα που θα αλλάξουν το πρόσωπό του στην πραγματικότητα μετά το 2015, όταν το ΕΣΠΑ θα έχει ολοκληρωθεί».
Να σημειωθεί ότι από τα 7.500 δημόσια ακίνητα περίπου το 20% αφορά αστικά ακίνητα και το 80% εξωαστικά και έχουν αποκτηθεί κυρίως από αγορά, απαλλοτρίωση, δωρεά ή παραχώρηση. Το σύνολο της επιφάνειας που καταλαμβάνουν σε όλη τη χώρα είναι πάνω από 100.000 στρέμματα, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα ακίνητα της δημόσιας κτήσης ή αυτά που έχουν παραχωρηθεί στο υπουργείο από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, τα οποία στο σύνολό τους αναλογούν περίπου στο 15% της δημόσιας περιουσίας που διαχειρίζεται το υπουργείο Οικονομικών. Από τα δεδομένα που έδωσε εξάλλου ο κ. Αντώνης Γιουρούσης, επίτιμος προϊστάμενος του φορέα υλοποίησης του έργου προκύπτει μία σειρά άκρως ενδιαφερόντων στοιχείων.
Καταρχάς το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο περιλαμβάνει πάνω από 4.000 κηρυγμένους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικούς τόπους, ζώνες προστασίας Α και Β, καθώς και ανεξάρτητες περιοχές προστασίας ενώ η συνολική καλυπτόμενη επιφάνειά τους στα 9.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή σε ποσοστό 8 έως 10% της συνολικής χερσαίας επιφάνειας της ελληνικής επικράτειας.

Επίσης στο Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο περιλαμβάνονται περισσότερα από 12.000 αρχαία ακίνητα μνημεία (χερσαία και ενάλια) και πάνω από 8.000 νεώτερα ακίνητα μνημεία, νεώτεροι ιστορικοί τόποι και περιοχές προστασίας νεώτερων μνημείων. Για την απόκτηση ακινήτων με σκοπό τη δημόσια ωφέλεια διατέθηκαν εξάλλου κατά την περίοδο από το 1990 έως και το 2009, αποζημιώσεις συνολικού ύψους 390.000.000 ευρώ για την απαλλοτρίωση και αγορά 1.640 ακινήτων.
Ειδικότερα στην περιοχή Πλάκας υπάρχουν 113 δημόσια ακίνητα με κτίσμα, 107 δημόσια χωρίς κτίσμα ενώ στα Αναφιώτικα 40 δημόσια ακίνητα με κτίσμα και 22 δημόσια ακίνητα χωρίς κτίσμα. Επίσης στην περιοχή του Αρχαιολογικού χώρου Ακαδημίας Πλάτωνος καταγράφηκαν 45 δημόσια ακίνητα με κτίσμα και 63 δημόσια ακίνητα χωρίς κτίσμα ενώ συμπληρωματικά ένα ακίνητο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και 16 ακίνητα της Ακαδημίας Αθηνών. Στην περιοχή Κεραμεικού υπάρχουν 40 δημόσια ακίνητα με κτίσμα. Στην περιοχή της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου 355 ακίνητα, στην πόλη του Ρεθύμνου 10 αστικά ακίνητα με κτίσμα εντός της παλαιάς πόλης, στον νομό Αρκαδίας 7 αστικά ακίνητα με κτίσμα, στο νομό Αχαϊας 61 αστικά ακίνητα με κτίσμα κ. α.
Ενα μέρος της δημόσιας ακίνητης περιουσίας πάντως έχει ήδη διατεθεί για την κατασκευή και ανάδειξη δημόσιων μουσείων, καθώς και για την οριοθέτηση σημαντικών αρχαιολογικών χώρων και πολιτιστικών διαδρομών. Επίσης μέρος των δημόσιων αστικών ακινήτων έχει διατεθεί για τις λειτουργικές ανάγκες των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και για αποθηκευτικούς χώρους κινητών αρχαίων ευρημάτων που έχουν αποκαλυφθεί κυρίως κατά την διάρκεια σωστικών ανασκαφών. Ετσι το συνολικά διατεθειμένο κτηριακό απόθεμα σε όλη την επικράτεια το οποίο περιλαμβάνει αστικά ακίνητα του δημοσίου διαχειριστικής αρμοδιότητας του Υπουργείου, που εξυπηρετούν τις προαναφερθείσες λειτουργικές και αποθηκευτικές ανάγκες, ανέρχεται περίπου στα 330.000 τετραγωνικά μέτρα. Το αντίστοιχο κτηριακό απόθεμα σε όλη την επικράτεια το οποίο εξυπηρετεί τις εγκαταστάσεις των δημόσιων μουσείων, ανέρχεται περίπου στα 90.000 τ. μ.
Ανεπαρκής τοπογραφική τεκμηρίωση των ακινήτων, έλλειψη συστηματικής χαρτογραφικής και γενικά χωρικής απεικόνισής τους σε σύγχρονα υπόβαθρα, έλλειψη οργάνωσης της περιγραφικής πληροφορίας σε μία ενιαία βάση δεδομένων είναι από τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζονται για την σύνταξη του Κτηματολογίου.
Από την καταγραφή όμως προέκυψαν και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως καταπατήσεις ή ασάφειες στις διοικητικές διαδικασίες απόκτησης ακινήτων, όπως για παράδειγμα δέκα ακινήτων στη περιοχή Μόντε Σμιθ στη Ρόδο.

Αλλά και στο 20% περίπου των αστικών ακινήτων της Αθήνας διαπιστώθηκαν αυθαίρετες χρήσεις, εμπορικές χρήσεις ή καταπατήσεις όπως η περίπτωση του δημόσιου βιομηχανικού συγκροτήματος της ΥΦΑΝΕΤ στη Θεσσαλονίκη που ενώ έχει παραχωρηθεί από το υπουργείο για πολιτιστική χρήση αξιοποιούνται αυθαίρετα για εμπορικούς σκοπούς.
Κατόπιν όλων αυτών πάντως είναι περίεργο που το στεγαστικό πρόβλημα του υπουργείου παραμένει, αν και ο κ. Τζαβάρας δηλώνει βέβαιος ότι επίκειται η λύση του με την αγορά του εργοστασίου Τσαούσογλου από την Εθνική Τράπεζα αντί ποσού μικρότερου των 20 εκατ. ευρώ. (Τώρα το υπουργείο για την στέγαση των υπηρεσιών του δαπανά περί τα 3 εκατ. το χρόνο). Οπως ανέφερε μάλιστα θα παραδοθεί «Ετοιμο. Με το κλειδί στο χέρι».

Ελληνικές αρχαιότητες σε κινεζικά ντοκιμαντέρ



Ελληνικές αρχαιότητες σε κινεζικά ντοκιμαντέρ


Η Κίνα ψηφίζει Ελλάδα. Τουλάχιστον όσο αφορά τον αρχαίο πολιτισμό της, όπως αποδεικνύει για μία ακόμη φορά ένα μεγάλο πολιτιστικό και τουριστικό αφιέρωμα, το οποίο προγραμματίζεται από το κινεζικό τηλεοπτικό δίκτυο CCTV9 με τίτλο «Glamorous Greece»!

Πρόκειται μάλιστα για ένα μεγάλο δίκτυο, που προβάλλει αποκλειστικά ντοκιμαντέρ, τα οποία δεν μεταδίδονται μόνον στην Κίνα (αν και αυτό από μόνο του θα έφθανε) αλλά σε όλο τον πλανήτη στην αγγλική γλώσσα μέσω δορυφόρων στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική, καθώς και μέσω Ιντερνετ.

 Με ευχαρίστηση έγινε έτσι αποδεκτό από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το αίτημα του κινεζικού δικτύου για κινηματογράφηση αρχαιοτήτων (αρχαιολογικών χώρων και μουσείων) σε όλη την Ελλάδα προκειμένου να δημιουργηθούν τέσσερα επεισόδια, 45 λεπτών το καθένα, στα κινεζικά και στα αγγλικά.

Η Ακρόπολη, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Παναθηναϊκό Στάδιο στην Αθήνα, το Μουσείο Ηρακλείου και η Κνωσός καθώς και τα μοναστήρια των Μετεώρων συγκαταλέγονται στους χώρους που θα κινηματογραφηθούν όπως επίσης και άλλα μνημεία στην Αττική, την Αργολίδα και το Ηράκλειο.

Ηδη άλλωστε σε μερικές μέρες το κινεζικό τηλεοπτικό συνεργείο θα βρίσκεται στην Ελλάδα με σκοπό να παραμείνει ως τα μέσα Δεκεμβρίου. Παράλληλα εξάλλου θα γίνουν συνεντεύξεις με προσωπικότητες του πολιτισμού στην Ελλάδα όπως ο χορογράφοςΔημήτρης Παπαϊωάννου και η Τατιάνα Αβέρωφ, διευθύντρια της Πινακοθήκης Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο αλλά και με απλούς ανθρώπους όπως ένας ψαράς, ένας οινοποιός και ένας γλύπτης.

Στην παραγωγή συμμετέχει και η ΕΡΤ, στο πλαίσιο ειδικού πρωτοκόλλου συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, με αποτέλεσμα πάντως να υπάρχει και μείωση των τελών κινηματογράφησης κατά το ήμισυ, όπως προβλέπει ο νόμος.


Greek Warrior Helmet Discovered in Haifa Bay





A bronze, Greek warrior helmet - decorated with the imprints of a golden leaf, snakes, lions, and a peacock's tail - was discovered in the waters of Haifa Bay.
 
According to archaeologists and historians from the Israel Antiquities Authority, the helmet is though to date back around 2,600 years and likely belonged to a wealthy Greek mercenary who fought for the Egyptian Pharaoh Necho II.  Necho II is believed to have been heavily involved with leading a number of military campaigns in and around ancientIsrael that were mentioned in the Torah.
The helmet was originally discovered accidentally in 2007 when commercial dredging operations were undertaken in the harbor and it was eventually turned over to the proper authorities who took years and much arduous research to discover its origins.
"The gilding and figural ornaments make this one of the most ornate pieces of early Greek armor discovered," writes Jacob Sharvit, director of the Marine Archaeology Unit with the Israel Antiquities Authority, and John Hale, a professor at the University of Louisville, in a summary of their research on the helmet.  The researchers said that they were able to date the helmet due to its near similarity with one found near the Italian island of Giglio, about 1,500 miles away, in the 1950's.
The story behind how the helmet ended up sunk deep in Haifa's bay is still unknown. Many theories, including that the warrior dropped it off of his boat or even that his boat sank in the area, have been discussed as viable options. "We are planning to go back to the same site and to try to locate other (archaeological) material there," Sharvit said.
The results of the researchers' work were presented in January at the annual meeting of the Archaeological Institute of America. The helmet itself is now on display at the National Maritime Museum in Haifa.

Source: Owen Jarus, LiveScience (February 29, 2012); UPI (February 29, 2012); Photo courtesy of the Israel Antiquities Authority

A 1,500 Year Old Public Building Dating to the Byzantine Period was Revealed in Excavations (June 2011)





For the first time in the history of the study ofAkko, a public building from the Byzantine period has been exposed in the city.
In an archaeological excavation the Israel Antiquities Authority conducted c. 100 m west of Tel Akko – next to the Azrieli Shopping Mall compound under construction there – a 1,500 year old public building was discovered that may have been used as a church. The salvage excavation was carried out there as a result of work that had not been coordinated with the IAA and which caused damage to ancient remains located in a declared antiquities site.
 
According to Nurit Feig, director of the excavation on behalf of theIsrael Antiquities Authority, "Until now, the city was known from Christian sources which mention its bishop who took part in formulating the new religion. Now, the first tangible evidence is emerging in the field. This is an important discovery for the study of Akko because until now no remains dating to the Byzantine period have been found, save those of a residential quarter situated near the sea”. A large ashlar-built public edifice was uncovered in the IAA excavation. The size of the building, the impressive construction, as well as the finds – an abundance of roof tiles, parts of marble ornamentations, the pottery and coins – all point to a public structure (possibly a church) that served the Bishop of Akko’s city in the Byzantine period. Terra cotta pipes survived below the wall levels and mosaic pavements adorned the floor in one of its rooms. The building’s inhabitants had a readily available supply of water from a well that was situated in one of the courtyards of the building. 

The early Christian sources mention the bishops of 
Akko andCaesarea who participated in major international conferences and meetings that dealt with formulating religious doctrine, thus attesting to the centrality of Akko for the Christian religion in this period. In addition, we also have evidence of an anonymous pilgrim from the city of Piacenza in Italy, regarding the richnessand splendor of the city in the year 570 CE, in which he mentions the beautiful churches within its precincts.
 
The paucity of Byzantine remains that have been found so far can be attributed to the destruction caused by those who came thereafter. In addition, earlier structures that date to the Hellenistic period were exposed beneath the foundations of the Byzantine public building. Their contents were rich and diverse and included imported pottery vessels from the Mediterranean basin, among them amphorae from the Isle of Rhodes, as indicated by the handles that bear the governors’ names.  

Akko: The Maritime Capital of the Crusader Kingdom

The port city of Akko (also known as Acre) is located on a promontory at the northern end of Haifa Bay. The earliest city was founded during the Bronze Age at Tel Akko (in Arabic Tel el-Fukhar – mound of the potsherds), just east of the present-day city. Akko is mentioned in ancient written sources as an important city on the northern coast of the Land of Israel. The wealth of finds, including remains of fortifications uncovered in the excavations at Tel Akko, attest to the long and uninterrupted occupation of the site during biblical times.
The ancient site of Akko was abandoned during the Hellenistic period. A new city named Ptolemais, surrounded by a fortified wall, was built on the site of present-day Akko. The Romans improved and enlarged the natural harbor in the southern part of the city, and constructed a breakwater, thus making it one of the main ports on the eastern Mediterranean coast.
The importance of Akko – a well protected, fortified city with a deepwater port – is reflected in its eventful history during the period of Crusader rule in the Holy Land.
The Crusaders, who founded the Latin Kingdom of Jerusalem in 1099, did not at first succeed in overcoming Akko’s fortifications. On 26 May 1104, after months of heavy siege and with the help of the Genoese fleet, the city surrendered and was handed over to King Baldwin I. Aware of the significance of the city and its port for the security of their kingdom, the Crusaders immediately began to construct a sophisticated system of fortifications composed of walls and towers, unlike any built previously. These fortifications were built along the sea to the west and south of the city, while in the east and north a mighty wall (probably a double wall) with a broad, deep moat separated the city from the mainland. The port was also rebuilt and, according to literary sources and maps, included an outer and an inner harbor (the latter now silted). A new breakwater was built, protected by a tower at its far end; it is today known as the Tower of Flies.
The fortifications of Akko, in which the Crusaders had placed their trust, fell relatively easily to the Muslims. Shortly after their victory at the Battle of the Horns of Hattin, on 9 July 1187, the city surrendered to Salah al-Din (Saladin) and its Christian inhabitants were evacuated.
The Crusaders returned and laid siege to Akko in 1188, yet did not succeed in penetrating the massive fortifications, which they themselves had built. But the Muslims surrendered to Richard the Lion Heart, King of England and Philip Augustus, King of France (leaders of the Third Crusade) on 12 July 1191. For the following 100 years, the Crusaders ruled Akko. Jerusalem remained (but for a short period) under Muslim rule, thus immeasurably increasing the importance of Akko, which, during the 13th century, served as the political and administrative capital of the Latin Kingdom. Akko was the Crusaders’ foothold in the Holy Land, a mighty fortress facing constant Muslimthreat. Its port served as the Crusader Kingdom’s link with Christian Europe, and also for trans-shipment westward of valuable cargoes originating in the east.
The palace (castrum) of the Crusader kings was located in the northern part of the urban area of Akko, enclosed by massive fortifications. Near the harbor, merchant quarters known as communeswere established by the Italian maritime cities of Venice, Pisa and Genoa. Each quarter had a marketplace with warehouses and shops, and dwellings for the merchant families. There were also centers for the various military orders – the Hospitalers, the Templars and others, who were responsible for defense of the Latin Kingdom. Throughout the city, a number of public buildings, such as churches and hospices, were constructed.
At the beginning of the 13th century, a new residential quarter called Montmusard founded north of the city. It was surrounded by its own wall (probably also a double wall). In the middle of the century, sponsored by Louis IX of France, Akko expanded and became prosperous. With a population of about 40,000, it was the largest city of the Crusader Kingdom.
The last battle between the Crusaders and the Muslims for control of Akko began in 1290. After a long siege by the Mamluks under al-Ashraf Khalil, a portion of the northern wall was penetrated; the city was conquered on 18 May 1291. The date marks the end of the Crusader presence in the Holy Land.
Buildings from the Crusader period, including the city walls, were partially or completely buried beneath buildings of the 18th and 19th centuries, when the city was part of the Ottoman Empire.

Remains from the Crusader Period

Significant remains from the Crusader period were first uncovered in Akko during the 1950s and 1960s when portions of building complexes, below ground level but almost completely preserved, were cleared of debris. During the 1990s, within the framework of the development of Akko, excavations were undertaken both outside and inside the present-day Old City walls, bringing to light fascinating remains of Akko’s illustrious medieval history, previously known mainly from pilgrims’ accounts.
The Hospitalers Compound
The most important of the subterranean remains of Akko of the Crusaders is located in the northern part of today’s Old City. It is the structure that was the headquarters of the Order of the Hospitalers (the Knights of St. John). It is an extensive building complex (ca. 4,500 sq. m.) with halls and many rooms built around a broad, open central courtyard. The thick walls were built of well-trimmed kurkar (local sandstone), and the complex was fortified with corner towers. When the Ottoman ruler of Akko, Ahmed al-Jazzar decided to build a citadel and a palace on the site, he had the Hospitalers’ building filled in with earth.
In recent years, the 3-4 m. high earth fill blocking the central courtyard of the Hospitalers’ compound was removed, revealing the 1200 sq. m. courtyard.
There are broad openings in the walls of the courtyard leading to the halls and rooms surrounding it. To support the upper storey, pointed arches issuing from broad pilasters that project from the walls were built. A 4.5 m. wide staircase supported by arches provided access from the eastern side of the courtyard to the second storey. An extensive network of drainage channels carried rainwater from the courtyard to a main sewer. In the southwestern corner of the courtyard was a stone-built well that guaranteed the residents’ water supply.
South of the courtyard is a hall, which was misnamed the Crypt of St. John. This is a rectangular hall in Gothic style, 30 x 15 m. with a 10 m. high groin-vaulted ceiling supported by three round central piers, each 3 m. in diameter. Chimneys indicate that it served as a kitchen and refectory (dining hall).Fleurs-de-lis (symbol of the French royal family), are carved in stone in two corners of the hall.
South of the hall lies a building complex known as al-Bosta. It is composed of a large hall with several enormous piers supporting a groin-vaulted ceiling. This subterranean building is in fact the crypt of St. John, over which the church itself was built. Portions of the church and its decorations were uncovered in the excavation.
North of the central courtyard is a row of long, parallel underground vaulted halls, 10 m. high, known as the Knights’ Halls. On one side are gates opening onto the courtyard; on the other, windows and a gate facing one of the main streets of the Crusader city. These were the barracks of the members of the Order of Hospitalers.
To the east of the courtyard, the 45 x 30 m. Hall of the Pillars was exposed, which had served as a hospital. Its 8 m. high ceiling is supported by three rows of five square piers. Above this hall of columns probably stood the four-storey Crusader palace depicted in contemporary drawings.
Most of the buildings on the western side of the courtyard remain unexcavated. Several ornate capitals, illustrative of the elaborate architecture of this wing, were found. In its northern part was a public toilet with 30 toilet cubicles on each of its two floors. A network of channels drained the toilets into the central sewer of the city.
An advanced underground sewage system was found beneath the group of buildings of the Hospitalers. This network drained rainwater and wastewater into the city’s central sewer. It was one meter in diameter and 1.8 m. high and runs from north to south.
Streets
Portions of Crusader period streets were uncovered: in the Genoese quarter in the center of the present old city of Akko, a 40 m.-long portion of a roofed street was exposed. It runs from east to west and is 5 m. wide. On both sides were buildings with courtyards and rooms facing the street serving as shops. In the Templar quarter in the southwestern part of the city, another portion of a main street leading to the harbor was uncovered. Some 200 m. of the street were exposed and along it, several Crusader buildings which had been buried beneath Ottoman structures.
The Crusader City Walls
The location of the Crusader city walls is well known from detailed contemporary maps that have survived, but few traces have been found in excavations. Parts of the walls lie beneath the Ottoman fortifications; others were damaged when modern neighborhoods were built.
Near the northeastern corner of the Ottoman fortifications, a 60 m. long segment of the northernCrusader wall was found; it is some 3 m. thick, and was built of local kurkar sandstone.
A short distance eastward, parts of the corner of a tower built of large kurkar stones were preserved to a height of 6 m. The tower was fronted by a deep moat, 13 m. wide, and protected on its other side by a counterscarp wall. This section of wall belongs to the outer, northern fortifications, which were constructed in the 13th century to protect the then new Montmusard quarter. It is probably the Venetian Tower depicted in Crusader period maps. On the seashore some 750 m. north of the Old City are remains of the foundation trenches of a circular tower with a wall extending eastward from it, today covered by seawater. In the view of researchers, this is the round corner tower that stood at the western end of the wall surrounding the Montmusard quarter.

The renewed excavations at Akko were conducted by A. Druks, M. Avissar, E. Stern, M. Hartal and D. Syon on behalf of the Israel Antiquities Authority. The excavations at the Hospitalers’compound were directed by E. Stern on behalf of the Israel Antiquities Authority.


Source: Israeli Foreign Ministry

Indo-Greek art





Antialcidas.JPG
Indo-Greek Kingdom
Ancient sources
History
Religion
Art
Legacy
The art of the Indo-Greeks is poorly documented, and few works of art (apart from their coins and a few stone palettes) are directly attributed to them. The coinage of the Indo-Greeks however is generally considered as some of the most artistically brilliant of Antiquity.[1] The Hellenistic heritage (Ai-Khanoum) and artistic proficiency of the Indo-Greek would suggest a rich sculptural tradition as well, but traditionally very few sculptural remains have been attributed to them. On the contrary, most Gandharan Hellenistic works of art are usually attributed to the direct successors of the Indo-Greeks in India in the 1st century CE, such as the nomadic Indo-Scythians, the Indo-Parthians and, in an already decadent state, the Kushans[2] In general, Gandharan sculpture cannot be dated exactly, leaving the exact chronology open to interpretation.

Main article: Greco-Buddhist artIncipient Greco-Buddhist art

The possibility of a direct connection between the Indo-Greeks and Greco-Buddhist art has been reaffirmed recently as the dating of the rule of Indo-Greek kings has been extended to the first decades of the 1st century CE, with the reign of Strato II in the Punjab.[3] Also, Foucher, Tarn and more recently Boardman, Bussagli or McEvilley have taken the view that some of the most purely Hellenistic works of northwestern India and Afghanistan, may actually be wrongly attributed to later centuries, and instead belong to a period one or two centuries earlier, to the time of the Indo-Greeks in the 2nd-1st century BCE:[4]
This is particularly the case of some purely Hellenistic works in HaddaAfghanistan, an area which "might indeed be the cradle of incipient Buddhist sculpture in Indo-Greek style".[5] Referring to one of the Buddha triads in Hadda (drawing), in which the Buddha is sided by very Classical depictions of Herakles/Vajrapani and Tyche/Hariti, Boardman explains that both figures "might at first (and even second) glance, pass as, say, from Asia Minor or Syria of the first or second century BC (...) these are essentially Greek figures, executed by artists fully conversant with far more than the externals of the Classical style".[6] Many of the works of art at Hadda can also be compared to the style of the 2nd century BCE sculptures of the Hellenistic world, such as those of the Temple of Olympia at Bassae in Greece, which could also suggest roughly contemporary dates.[citation needed]
Alternatively, it has been suggested that these works of art may have been executed by itinerant Greek artists during the time of maritime contacts with the West from the 1st to the 3rd century CE.[7]
The supposition that such highly Hellenistic and, at the same time Buddhist, works of art belong to the Indo-Greek period would be consistent with the known Buddhist activity of the Indo-Greeks (the Milinda Panha etc...), their Hellenistic cultural heritage which would naturally have induced them to produce extensive statuary, their know artistic proficiency as seen on their coins until around 50 BCE, and the dated appearance of already complex iconography incorporating Hellenistic sculptural codes with theBimaran casket in the early 1st century CE.[citation needed]
Indo-Greeks in the art of Gandhara

Hellenistic culture in the Indian subcontinent: Greek clothes, amphoras, wine and music (Detail of Chakhil-i-Ghoundi stupaHaddaGandhara, 1st century CE).
The Greco-Buddhist art of Gandhara, beyond the omnipresence of Greek style and stylistic elements which might be simply considered as an enduring artistic tradition,[8] offers numerous depictions of people in Greek Classical realistic style, attitudes and fashion (clothes such as the chiton and the himation, similar in form and style to the 2nd century BCEGreco-Bactrian statues of Ai-Khanoum, hairstyle), holding contraptions which are characteristic of Greek culture (amphoras, "kantaros" Greek drinking cups), in situations which can range from festive (such asBacchanalian scenes) to Buddhist-devotional.[9][10]
Uncertainties in dating make it unclear whether these works of art actually depict Greeks of the period of Indo-Greek rule up to the 1st century BCE, or remaining Greek communities under the rule of the Indo-Parthians or Kushans in the 1st and 2nd century CE.

Stone palettes
Numerous early stone palettes found in Gandhara are considered as direct productions of the Indo-Greeks during the 2nd to the 1st century BCE.[11] The art style of the palettes later evolved under the Indo-Scythians and Indo-Parthians, but production stopped with the advent of the Kushans.[12] Usually these palettes represent people in Greek dress in mythological or gallant scenes.

Hellenistic groups

Greek Buddhist devotees, holding plantain leaves, in purely Hellenistic style, insideCorinthian columnsBuner reliefVictoria and Albert Museum.
A series of reliefs, several of them known as theBuner reliefs which were taken during the 19th century from Buddhist structures near the area of Buner in northern Pakistan, depict in perfect Hellenistic style gatherings of people in Greek dress, socializing, drinking or playing music.[13] Some other of these reliefs depict Indo-Scythiansoldiers in uniform, sometimes playing instruments.[14] Finally, revelling Indian in dhotis richly adorned with jewelry are also shown. These are considered some of the most artistically perfect, and earliest, of Gandharan sculptures, and are thought to exalt multicultural interaction within the context of Buddhism,[citation needed] in the 1st century BCE or the 1st century CE.
Greeks harvesting grapes, Greeks drinking and revelling, scenes of erotical courtship are also numerous, and seem to relate to some of the most remarkable traits of Greek culture.[15] These reliefs also belong to Buddhist structures, and it is sometimes suggested that they might represent some kind of paradisical world after death.

Lay devotee couple in Hellenistic dress (right, man holding a lamp), and Buddhist monks (shaven, left), circambulating astupa.
Depictions of people in Hellenistic dress within a Buddhist context are also numerous.[16] Some show a Greek devotee couple circambulating stupas together with shaven monks, others Greek protagonists are incorporated in Buddhist jataka stories of the life of the Buddha (relief of The Great Departure), others are simply depicted as devotees on the columns of Buddhist structures. A few famous friezes, including one in the British Museum, also depict the story of the Trojan horse. It is unclear whether these reliefs actually depict contemporary Greek devotees in the area of Gandhara, or if they are just part of a remaining artistic tradition. Most of these reliefs are usually dated to the 1st-3rd century CE.
  • Bopearachchi, Osmund (1991) (in French). Monnaies Gréco-Bactriennes et Indo-Grecques, Catalogue Raisonné. Bibliothèque Nationale de France. ISBN 2-7177-1825-7.OBopearachchi.jpg
  • Avari, Burjor (2007). India: The ancient past. Routledge. ISBN 0415356164.
  • Faccenna, Domenico (1980). Butkara I (Swāt, Pakistan) 1956–1962, Volume III 1. Rome: IsMEO (Istituto Italiano Per Il Medio Ed Estremo Oriente).
  • McEvilley, Thomas (2002). The Shape of Ancient Thought. Comparative studies in Greek and Indian Philosophies. Allworth Press and the School of Visual Arts. ISBN 1-58115-203-5.
  • Puri, Baij Nath (2000). Buddhism in Central Asia. Delhi: Motilal Banarsidass. ISBN 81-208-0372-8.
  • Tarn, W. W. (1984). The Greeks in Bactria and India. Chicago: Ares. ISBN 0-89005-524-6.
  • Narain, A.K. (2003). The Indo-Greeks. B.R. Publishing Corporation. "revised and supplemented" from Oxford University Press edition of 1957.
  • Narain, A.K. (1976). The coin types of the Indo-Greeks kings. Chicago, USA: Ares Publishing.ISBN 0-89005-109-7.
  • Cambon, Pierre (2007) (in French). Afghanistan, les trésors retrouvésMusée Guimet.ISBN 9782711852185.
  • Keown, Damien (2003). A Dictionary of Buddhism. New York: Oxford University PressISBN 0-19-860560-9.
  • Bopearachchi, Osmund (2003) (in French). De l'Indus à l'Oxus, Archéologie de l'Asie Centrale. Lattes: Association imago-musée de Lattes. ISBN 2-9516679-2-2.
  • Boardman, John (1994). The Diffusion of Classical Art in Antiquity. Princeton, NJ: Princeton University Press. ISBN 0-691-03680-2.
  • Errington, Elizabeth; Joe Cribb; Maggie Claringbull; Ancient India and Iran Trust; Fitzwilliam Museum (1992). The Crossroads of Asia : transformation in image and symbol in the art of ancient Afghanistan and Pakistan. Cambridge: Ancient India and Iran Trust. ISBN 0-9518399-1-8.
  • Bopearachchi, Osmund; Smithsonian Institution; National Numismatic Collection (U.S.) (1993).Indo-Greek, Indo-Scythian and Indo-Parthian coins in the Smithsonian Institution. Washington: National Numismatic Collection, Smithsonian Institution. OCLC 36240864.
  • 東京国立博物館 (Tokyo Kokuritsu Hakubutsukan); 兵庫県立美術館 (Hyogo Kenritsu Bijutsukan) (2003). Alexander the Great : East-West cultural contacts from Greece to Japan. Tokyo: 東京国立博物館 (Tokyo Kokuritsu Hakubutsukan). OCLC 53886263.
  • Lowenstein, Tom (2002). The vision of the Buddha : Buddhism, the path to spiritual enlightenment. London: Duncan Baird. ISBN 1-903296-91-9.
  • Foltz, Richard (2000). Religions of the Silk Road : overland trade and cultural exchange from antiquity to the fifteenth century. New York: St. Martin's Griffin. ISBN 0-312-23338-8.
  • Marshall, Sir John Hubert (2000). The Buddhist art of Gandhara : the story of the early school, its birth, growth, and decline. New Delhi: Munshiram Manoharlal. ISBN 81-215-0967-X.
  • Mitchiner, John E.; Garga (1986). The Yuga Purana : critically edited, with an English translation and a detailed introduction. Calcutta, India: Asiatic Society. ISBN 81-7236-124-6. OCLC 15211914.
  • Salomon, Richard. The "Avaca" Inscription and the Origin of the Vikrama Era102.
  • Banerjee, Gauranga Nath (1961). Hellenism in ancient India. Delhi: Munshi Ram Manohar Lal..ISBN 0-8364-2910-9. OCLC 1837954.
  • Bussagli, Mario; Francine Tissot; Béatrice Arnal (1996) (in French). L'art du Gandhara. Paris: Librairie générale française. ISBN 2-253-13055-9.
  • Marshall, John (1956). Taxila. An illustrated account of archaeological excavations carried out at Taxila (3 volumes). Delhi: Motilal Banarsidass.
  • (in French/English) Afghanistan, ancien carrefour entre l'est et l'ouest. Belgium: Brepols. 2005.ISBN 2503516815.
  • Seldeslachts, E. (2003). The end of the road for the Indo-Greeks?. (Also available online): Iranica Antica, Vol XXXIX, 2004.
  • Senior, R.C. (2006). Indo-Scythian coins and history. Volume IV.. Classical Numismatic Group, Inc.. ISBN 0-9709268-6-3.

[edit]Notes

  1. ^ "The extraordinary realism of their portraiture. The portraits of Demetrius, Antimachus and of Eucratides are among the most remarkable that have come down to us from antiquity" Hellenism in Ancient India, Banerjee, p134
  2. ^ "Just as the Frank Clovis had no part in the development of Gallo-Roman art, the Indo-Scythian Kanishka had no direct influence on that of Indo-Greek Art; and besides, we have now the certain proofs that during his reign this art was already stereotyped, of not decadent" Hellenism in Ancient India, Banerjee, p147
  3. ^ "The survival into the 1st century AD of a Greek administration and presumably some elements of Greek culture in the Punjab has now to be taken into account in any discussion of the role of Greek influence in the development of Gandharan sculpture", The Crossroads of Asia, p14
  4. ^ On the Indo-Greeks and the Gandhara school:
    • 1) "It is necessary to considerably push back the start of Gandharan art, to the first half of the first century BCE, or even, very probably, to the preceding century.(...) The origins of Gandharan art... go back to the Greek presence. (...) Gandharan iconography was already fully formed before, or at least at the very beginning of our era" Mario Bussagli "L'art du Gandhara", p331–332
    • 2) "The beginnings of the Gandhara school have been dated everywhere from the first century B.C. (which was M.Foucher's view) to the Kushan period and even after it" (Tarn, p394). Foucher's views can be found in "La vieille route de l'Inde, de Bactres a Taxila", pp340–341). The view is also supported by Sir John Marshall ("The Buddhist art of Gandhara", pp5–6).
    • 3) Also the recent discoveries at Ai-Khanoum confirm that "Gandharan art descended directly from Hellenized Bactrian art" (Chaibi Nustamandy, "Crossroads of Asia", 1992).
    • 4) On the Indo-Greeks and Greco-Buddhist art: "It was about this time (100 BCE) that something took place which is without parallel in Hellenistic history: Greeks of themselves placed their artistic skill at the service of a foreign religion, and created for it a new form of expression in art" (Tarn, p393). "We have to look for the beginnings of Gandharan Buddhist art in the residual Indo-Greek tradition, and in the early Buddhist stone sculpture to the South (Bharhut etc...)" (Boardman, 1993, p124). "Depending on how the dates are worked out, the spread of Gandhari Buddhism to the north may have been stimulated by Menander's royal patronage, as may the development and spread of the Gandharan sculpture, which seems to have accompanied it" McEvilley, 2002, "The shape of ancient thought", p378.
  5. ^ Boardman, p141
  6. ^ Boardman, p143
  7. ^ "Others, dating the work to the first two centuries A.D., after the waning of Greek autonomy on the Northwest, connect it instead with the Roman Imperial trade, which was just then getting a foothold at sites like Barbaricum (modern Karachi) at the Indus-mouth. It has been proposed that one of the embassies from Indian kings to Roman emperors may have brought back a master sculptorto oversee work in the emerging Mahayana Buddhist sensibility (in which the Buddha came to be seen as a kind of deity), and that "bands of foreign workmen from the eastern centers of the Roman Empire" were brought to India" (Mc Evilley "The shape of ancient thought", quoting Benjamin Rowland "The art and architecture of India" p121 and A.C. Soper "The Roman Style in Gandhara" American Journal of Archaeology 55 (1951) pp301–319)
  8. ^ Boardman, p.115
  9. ^ McEvilley, p.388-390
  10. ^ Boardman, 109-153
  11. ^ Boardman, p.116
  12. ^ "Let us remind that in Sirkap, stone palettes were found at all excavated levels. On the contrary, neither Bhir-Mound, the Maurya city preceding Sirkap on the Taxila site, nor Sirsukh, the Kushan city succeeding her, did deliver any stone palettes during their excavations", in "Les palettes du Gandhara", p89. "The terminal point after which such palettes are not manufactured anymore is probably located during the Kushan period. In effect, neither Mathura nor Taxila (although the Sirsukh had only been little excavated), nor Begram, nor Surkh Kotal, neither the great Kushan archaeological sites of Soviet Central Asia or Afghanistan have yielded such objects. Only four palettes have been found in Kushan-period archaeological sites. They come from secondary sites, such as Garav Kala and Ajvadz in Soviet Tajikistan and Jhukar, in the Indus Valley, and Dalverzin Tepe. They are rather roughly made." In "Les Palettes du Gandhara", Henri-Paul Francfort, p91. (in French in the original)
  13. ^ Boardman, p.126
  14. ^ Marshall, "The Buddhist art of Gandhara", p.36
  15. ^ "At the time, a favourite theme of Graeco-Parthian secular art was the drinking scene, and incongruous as it may seem, this was one of the earliest themes to be adopted for the decoration of Buddhist stupas." Marshall, p.33
  16. ^ Marshall, p.33-39