Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Ο αρχαίος Ελληνικός Μονοθεϊσμός




Του Μιχαήλ Γ. Χούλη, θεολόγου


Ο Θεός, ως "Φως Αληθινό", σε κάποιο βαθμό "φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον" (Ιωάννης 1/α: 9). Και από τον φωτισμό αυτό, δεν εξαιρέθηκαν ούτε οι Εβραίοι (δια των προφητών τους), αλλά ούτε και οι Έλληνες (δια των Φιλοσόφων τους). Γι' αυτό και παρά την Πολυθεϊστική άγνοια του αρχαιοελληνικού πλήθους, κάποιοι Φιλόσοφοι ανάμεσά τους, προσέγγισαν σωστά τον Θεό, ως ΕΝΑΝ. Βεβαίως η Χριστιανική αλήθεια δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί στον άνθρωπο από τον Ίδιο τον Θεό. Γι' αυτό και οι αρχαίοι μας πρόγονοι δεν είχαν ακόμα συλλάβει την απόλυτη διάκριση μεταξύ κτιστού κόσμου και Ακτίστου Θεού. Ο Μονοθεϊσμός τους, ήταν κυρίως Πανθεϊστικού χαρακτήρα, για την πλειονότητα των Φιλοσόφων, εφ' όσον συνέχεαν την Θεϊκή Ουσία με την ουσία των κτισμάτων και θεωρούσαν τα κτίσματα ως "απόρροια" της Ουσίας του Θεού. Παρ' όλα αυτά, δεν παύει να εντυπωσιάζει το μέγεθος της οξύνοιάς τους, να μιλούν για "Έναν Θεό", σε μια τόσο σκοτεινή εποχή, κατά την οποία ο απλός λαός ήταν δέσμιος των δαιμονίων του Πολυθεϊσμού, και των πολυθεϊστικών ιερατείων. Το ακόλουθο άρθρο του Μιχαήλ Γ. Χούλη, είναι χαρακτηριστικό αυτής της οξύνοιας, των Μονοθεϊστών αρχαίων Φιλοσόφων, που ήταν τόσο μπροστά από την εποχή τους:

Από την πρώτη εμφάνιση της ελληνικής θρησκείας στο προσκήνιο της ιστορίας, ο οξυδερκής μελετητής διαβλέπει να υπάρχουν δύο κατευθύνσεις: Μια μονοθεϊστική και μια πολυθεϊστική. Είναι λάθος λοιπόν να προσπαθούν ορισμένοι να αποδείξουν μόνο πολυθεϊστική την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και να μισούν τον μονοθεϊσμό, διότι έτσι μισούν και την αρχαία Ελλάδα. Οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα καλλιέργησαν μονοθεϊστικές αντιλήψεις. Θα προσπαθήσουμε παρακάτω να αναλύσουμε συνοπτικά την μονοθεϊστική αυτή συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων σοφών, που προετοίμασαν, έστω και σκιωδώς, την είσοδο του Χριστιανισμού στην ιστορία ως μοναδικής αλήθειας του σύμπαντος κόσμου.

Ο σπουδαίος θρησκειολόγος, αείμνηστος Λεωνίδας Φιλιππίδης, στο μεγαλειώδες έργο του ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ αναφέρει χαρακτηριστικά αποσπάσματα της Ορφικής Θεολογίας, δια της οποίας εξαίρεται η μοναδικότητα ενός Θεού και έμεσσα και το Τριαδικόν αυτού, πολύ πριν ο Όμηρος παρουσιάσει στα έξοχα επικά του ποιήματα την πολυθεΐα της αρχαίας Ελλάδος. Χαρακτηριστικά είναι τα κάτωθι σημεία και χωρία της ορφικής θεολογίας (αντλημένα από την προαναφερθείσα μελέτη):

Εις δε Λόγον θείον βλέψας, τούτω προσέδρευε…

μούνον (μόνον) δ’ εσόρα κόσμοιο άνακτα

Εις εστ’ αυτογενής . ενός έκγονα πάντα τέτυκται,

Εν δ’ αυτοίς αυτός περιγίγνεσθαι . ουδέ τις αυτόν

Εισοράα θνητών, αυτός δε γε πάντας οράται….

Ουδέ τις εσθ’ έτερος χωρίς μεγάλου βασιλήος.

Αυτόν δ’ ουχ ορόω . περί γαρ νέφος εστήρικται….

Ούτος γαρ χάλκειον ες ουρανόν εστήρικται

Χρυσέω εινί θρόνω, γαίης δ’ επί ποσί βέβηκε…..

Ουρανόν ορκίζω σε Θεού μεγάλου σοφού έργον,

Αυδήν ορκίζω σε Πατρός, την φθέγξατο πρώτον

Ηνίκα κόσμον άπαντα εαίς στηρίξατο βουλαίς

Δηλαδή (σε ελεύθερη απόδοση): «Ένας υπάρχει Θεός, αυτός μόνος βασιλιάς του κόσμου, μέγας βασιλιάς, ένας και αυτογενής και κανείς άλλος εκτός απ’ αυτόν, που έχει τον ουρανόν θρόνο και τη γη χαλί για τα πόδια του. Ο ουρανός είναι ποίημα μεγάλου Θεού και σοφού, που δημιούργησε τα πάντα δια του Λόγου του».
Ο ένας αυτός Θεός ονομάζεται και Φάνης, γατί ακτινοβολεί το φως, και καλείται επίσης «Πρωτόγονος» γιατί δεν υπήρχε κάτι πριν απ’ αυτόν, αλλά απ’ αυτόν έγιναν τα πάντα, και πρώτος αυτός εκ του απείρου υπήρξε και εφάνη προαιωνίως. Χαρακτηρίζεται: αληθής, υπέρχρονος, αθάνατος, αυτόζωος, αυτοπάτωρ, «δια της μιας αυτού τριωνύμου δυνάμεως (βουλή, φως και ζωοδοτήρ) τα πάντα δημιουργήσας, ορατά και αόρατα, αρχή μέσον και τέλος, μόνος του κόσμου άναξ, δαίμονες ον φρίσσουσι, τα πάντα βλέπων αυτός, αλλ’ αόρατος εις τους θνητούς, τω νω μόνον ορατός, ο νους ο νοητός και το αποστίλβον φως το νοητόν….
Και συνεχίζει ο σοφός καθηγητής την έρευνά του λέγοντας ότι Ζεύς δεν είναι μόνο το όνομα του υψίστου των θεών του ομηρικού πανθέου, στον οποίον εκδηλώνεται η υπέρ των πολλών θεών μονοθεϊζουσα ανάταση και έξαρση της αρχαιοελληνικής θρησκευτικότητας προς τον υπέρθεο Ένα . ούτε είναι Ζεύς ένα όνομα μεταξύ πολλών για να διακρίνεται απ’ αυτούς, δεν είναι στοιχείο του πολυθεϊσμού, όπως εκ πρώτης όψεως συμπεραίνεται. Ζεύς-Δεύς είναι ήδη από την προομηρική πρωτοελληνική εποχή κάτι πολύ περισσότερο και ασυγκρίτως υπέρτερο: Είναι η ανώνυμη έκφραση της ουσίας του Υπέρτατου Όντος, ενός και μόνου Θεού, είναι δηλαδή στοιχείο μονοθεϊζουσας πίστης. Δεύς είναι ο ύψιστος Θεός της παναρχαιότατης περί τον Δωδωναίον χώρον πρωτοελληνικής περιόδου, ο πολιτισμός της οποίας ακτινοβολεί σε όλο το μεσογειακό χώρο… Την ανώνυμη αυτή υπέρθεο έννοια συναντάμε και στον πολύ μεταγενέστερο του πρωτοελληνικού Κρητομυκηναϊκό πολιτισμό της προομηρικής περιόδου, αλλά αποδίδεται εκεί σε θηλυκή θεότητα ανώνυμη, προς υπογράμμιση της δημιουργικής και γονιμοποιού δυνάμεως του θείου.
Η λέξη Ζεύς ή Δεύς (Deus) είναι ο προομηρικός (πρωτοελληνικός) τύπος της λέξεως Θεός, κοινή σε όλους τους Αρίους (=ευγενείς) λαούς της Ινδοαρίας ή Ινδοευρωπαϊκής ιαπετικής οικογένειας, η αρχικά ύψιστη θεότητα των αδιαιρέτων (ακόμη) Αρίων, από τη ρίζα div – diF (πρβλ. λέξεις: dies, δίος, ευ-δία), που σημαίνει φως. Σημαίνει μάλιστα: Φαέθων, πάμφωτος, Αυτόφως, πηγή φωτός. Οι αρχαίοι Ινδοί καλούσαν αυτόν : Djaus, Dyaus, din-am, ήτοι φέγγειν, φεγγοβόλος ουρανός, βεδιστί: deva, ιρανιστί: daeva, λατινιστί: Jovis, Jupiter, πρωτοελληνιστί: διος, αιολιστί: Δεύς, αρχαιοελληνιστί: Θεός, ελληνιστί: Ζεύς και ‘Ζεύς πατήρ’. Οι έννοιες επομένως Θεός – Φως είναι κοινές και απαντώνται σε όλους τους λαούς.
Στην αρχαία εβραϊκή θρησκεία έχουμε συνάρτηση Θεού και φωτός σε πάρα πολλά χωρία. Αναφέρουμε μόνο ότι ο Θεός καλείται και Αδονάγ, που παράγεται από τη ρίζα ‘’δ’’: αδά ή ‘’ζ΄΄: αζά (=αίθω, άζω) = λάμπειν, δηλαδή ο ακτονοβολών, ο αιγλοβόλος. Αυτή είναι ετυμολογικά και η σημασία της ρίζας της λέξης Κύριος, του ονόματος που χρησιμοποιούν οι Ο’ για τον Θεό.
Οι από το λαό θεωρούμενες στην μετέπειτα ομηρική θεολογία θεότητες είναι απλά και μόνο διαφορετικά ονόματα του Ενός Θεού, που φανερώνουν τις διάφορες ενέργειες και λειτουργίες αυτού σε διάφορες περιοχές της φύσης. Στην αντίληψη αυτή οφείλονται οι ακόλουθοι στίχοι της ορφικής θεολογίας: «Εις Ζεύς, εις Άϊδης, εις ΄Ηλιος, εις Διόνυσος, εις θεός εν πάντεσσι . τι σοι δίχα ταύτ’ αγορεύω;».
Ο Θαλής ορίζει τον Θεόν «νουν του κόσμου» και λέγει ότι είναι «πρεσβύτατον των όντων ο Θεός . αγέννητον γαρ», «μήτε αρχήν έχον μήτε τελευτήν».
Για τον Αναξίμανδρο ο Θεός είναι άπειρος, άναρχος, δεν έχει αρχή, αλλά είναι αρχή των άλλων. Είναι ακόμη αγέννητος και άφθαρτος. Το Θείον είναι «αθάνατον και ανώλεθρον», τα πάντα κυβερνών.
Ο Πυθαγόρας μπορεί να μνημονεύει διάφορους θεούς, όμως λέγει επίσης: «έστι τε Θεός και ούτος πάντων κύριος», «ένα και μόνον διδάσκει Θεόν είναι» κατά τον Ιάμβλιχον και Πορφύριον.
Ο Φιλόλαος ονομάζει τον Θεόν «αρχή πάντων» και περιγράφει, κατά τον Ξενοφάνη, τον Θεό έναν, αεί όντα, μόνιμον, ακίνητον, αυτόν εαυτώ όμοιον, άρχοντα.
Ο δε πυθαγόριος Θεωρίδας στο περί φύσεως σύγγραμμά του γράφει: «Μια δ’ άρα των όντων αρχά μεν όντως αληθινά, μια . κείνη γαρ εν αρχά τέ εστιν εν και μόνον».
Κατά τον Τίμαιον εξάλλου τον Λοκρόν «μία αρχά πάντων εστίν αγέννητος . ει γαρ εγένετο, ουκ αν ην έτι αρχά….» (Περί Φύσιος).
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος αναφέρει: «εις Θεός, εν τε θεοίσιν και ανθρώποισι μέγιστος, ούτι δέμας θνήτοισιν ομοίοις ήδε νόημα». Ο Θεός είναι γι’ αυτόν ασώματος, αγέννητος και αθάνατος, αϊδιος. Θεοί που γεννιώνται και πεθαίνουν λέγει δεν είναι Θεοί. Ο Θεόφραστος πληροφορεί ότι ο Ξενοφάνης τον Θεόν «ένα μεν δείκνυσιν εκ του πάντων κράτιστον είναι…. το δε πάντων κράτιστον και άριστον θεός». Τέλος, ο Αριστοτέλης λέγει γι’ αυτόν ότι «πρώτος τούτων (των φιλοσόφων) ενίσας…εις τον όλον ουρανόν αποβλέψας το εν είναι φησί τον Θεόν». (Μετά τα Φυσικά 5, 986 β 18).
Ο Παρμενίδης αποδίδει στο ‘Ον – Παν’ ιδιότητες θείες και λέγει ότι «αγέννητον εόν και ανώλεθρόν έστι … ουδέ διαιρετόν έστι…. αυτάρ ακίνητον …έστιν άναρχον άπαυστον …. ανενδεές και τέλειον αλλά και πεπερασμένον». Η εξήγηση της οντολογίας του Παρμενίδη βρίσκεται στο ότι θεωρεί το Εν ως ουσιαστικό συστατικό των πολλών, το «εν Είναι» ως η ουσία των επί μέρους όντων, το Εν μόνον όντως Ον, ποιοτικώς διάφορον εκείνων, ουσία όλως άλλο… ‘Ολα τα άλλα είναι όντα καθόσον περιέχουν εντός των το Εν Ον. Το Ον υπάρχει ως Εν και Μοναδικόν καθ’ αυτό, τα δε όντα υπάρχουν όσο εμπεριέχουν το όλον και αμερές. Το Ον είναι η ουσία και τα όντα οι εκδηλώσεις και φανερώσεις αυτής της ουσίας. Η αλήθεια και τα φαινόμενά της.
Ο Ηράκλειτος ομιλεί για την ενιαία ουσία του κόσμου και για μια υπέρτατη αρχή του παντός. Από την οποία πηγάζει το ανθρώπινο δίκαιο. «Εκ πάντων εν και εξ ενός τα πάντα». «΄Εν πάντα είναι» αποφαίνεται. «Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός, του θείου…. νόμοις και βουλή πείθεσθαι ενός». Δέχεται ακόμη ως Αρχή των πάντων τον Λόγο. Ας θυμηθούμε το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όπου αρχίζει ως εξής: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Από αφηρημένος λόγος, όπως τον δέχονταν οι αρχαίοι, πήρε στο Χριστιανισμό αποκαλυπτικά οντολογική υπόσταση.
Ο Εμπεδοκλής μιλάει κατ’ επανάληψη για μια παγκόσμια Αρχή, την οποία θεωρεί ως ενιαίο γενικό Νόμο, που εξουσιάζει στο σύμπαν. Ο Νόμος αυτός είναι εκδήλωση πρόνοιας Ενός Θεού που είναι αόρατος, απρόσιτος, νους όλος: «φρην ιερή και αθέσφατος έπλετο μούνον, φρόντισι κόσμον άπαντα καταϊσσουσα θόησιν». Απέρριπτε και αυτός, όπως και οι προηγούμενοι, τους ανθρωπόμορφους θεούς της λαϊκής θρησκείας …. «την υπέρ νουν αινιττόμενος αιτίαν».
Ο Δημόκριτος και ο Αναξαγόρας απέρριπταν τον πολυθεϊσμό και την ειδωλολατρία και ο μεν πρώτος ταύτιζε τους θεούς με φυσικές δυνάμεις (π.χ. Ζεύς=αέρας, Παλλάς=φρόνηση κ.λπ.), ενώ ο δεύτερος «έπειθε τους ομιλητάς μηδέ όλως είναι τινάς τους θεούς». Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι τον κατεδίκασαν σε θάνατο εξαιτίας της ασέβειάς του. Θεωρεί ο Αναξαγόρας τον Νουν ως αίτιον της γενέσεως και κινήσεως των όντων, αίτιον της τάξεως και του κόσμου. «Νόος σε έστιν άπειρον και αυτοκρατές και μέμικται ουδενί χρήματι, αλλά μούνος αυτός επ’ εαυτού εστίν… πάντων νοός κρατεί….».
Ο Πρόδικος εθεωρούσε την πολυθεΐα ανύπαρκτη και ως προσωποποιήσεις στοιχείων και αντικειμένων της φύσεως: «πάντα τα ωφελούντα τον βίον ημών οι παλαιοί θεούς ενόμισαν δια των απ’ αυτών ωφέλειαν….».
Ο Ευήμερος θεωρεί όλους τους θεούς αποθεώσεις παλαιών ιστορικών προσώπων και, τέλος, από τους μεγάλους τραγικούς:
Ο Αισχύλος αναφέρει το Υπέρτατον Ον άλλοτε ως «θεόν», άλλοτε ως ‘Ζεύ’ (όμως ως έννοια ανώνυμη και απροσδιόριστη, τέλειου, υψίστου και πατέρα και όχι ως τον πατέρα των Ολυμπίων θεών). Τον ονομάζει «μέγα», «πάντων μέγιστο», «βασιλέα», «παντεπόπτη», «αήττητο» κ.λπ.
Με την ίδια έννοια ανευρίσκουμε τον Θεόν και στον Σοφοκλή, που τον ονομάζει «πατήρ Ζεύ», «ύψιστο», «ουράνιο», «εν θεοίς θεό», «αιώνιο Θεό», «πανταχού παρών μέγα αιθεροβάμων», «πάμφωτο υπέρθεο», «αθάνατον αιεν αρχά», «παντοδύναμο» και «αναίτιο κακών». Είναι ο «εις Θεός».
Ο Ευρυπίδης ασκώντας κριτική στην χονδροειδή αντίληψη που είχαν οι σύγχρονοί του για τους θεούς, αρνείται τις κακές ιδιότητες και πράξεις τους, το ότι κατοικούν σε ναούς, το ότι είναι σοφοί και δίκαιοι, και τους θεωρεί μάταιες δοξασίες. Απορρίπτει τις Ερινύες, και την μαντεία.
Τέλος η πίστη του Σωκράτη και του Πλάτωνα σε εκλεπτυσμένη Νοερά Αρχή, που διακοσμεί και κυβερνά τα πάντα και που καθοδηγεί τους ανθρώπους δια του «δαιμονίου» που εμβάλλει εντός τους, ενώ προνοεί για όλους και όλα και παραμένει ύψιστο Ον, είναι περισσότερον γνωστά και δεν θα εμμείνουμε περισσότερο. Χαρακτηρίζεται πάντως ο Θεός «Αυτοζωή» και «Πηγή πάσης ζωής» και η λατρεία του πρέπει να είναι «ανείδωλος», διότι είναι «άμορφος» και «ανώνυμος». Επιγραμματικά αναφέρουμε εδώ και τον Αριστοτέλη για τον οποίον ο Θεός, όπως φαίνεται στα Μεταφυσικά του, είναι αιώνιος, άϋλος, πνεύμα καθαρό και κυβερνά τα πάντα.
Παρόμοιες θρησκευτικές απόψεις είχε και ο Αντισθένης, ο οποίος έλεγε πως «το κατά νόμον είναι πολλούς θεούς, κατά δε φύσιν ένα», για να μείνουμε μόνο σ’ αυτούς (βλ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ…, Λ. Γ. Φιλιππίδου, Αθ. 1958, σελ. 52 κ.ε.).
Σε γνωστή μελέτη του ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας αναφέρει και τα εξής:
- Παραθέτει τον χρησμό του μαντείου του Κλαρίου Απόλλωνος ότι ο Θεός είναι αυτοδημιούργητος, αγέννητος, αδίδακτος, άφθαρτος, ανώνυμος, κατοικεί στο πυρ [ας θυμηθούμε την φλεγόμενη βάτο στην Π.Δ., την πύρινη στήλη προστασίας των Εβραίων, το καθαρό άκτιστο λευκό φως της Μεταμορφώσεως του Ιησού και τις πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής] και πως οι ελληνικοί θεοί ακόμη και ο Απόλλων (θεός του φωτός) είναι τμήματα του Θεού και απεσταλμένοι του στη γη.
- Ο Ερμητισμός σε ορισμένους από τους «λόγους» του είναι μονοθεϊκός. Ο Θεός εμφανίζεται αμετάβλητος, αγέννητος, Πατέρας, Αγαθός. Ζούμε χάρη στην ενέργεια και δύναμή του. Ο Λόγος είναι γιος του πρώτου Νοός ή Θεού. Ο Πρώτος Νους δημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του τον Πρώτο άνθρωπο. Οι δαίμονες, όντα διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο, κάνουν τους ανθρώπους να είναι ασεβείς και εγκληματικοί. Η αληθινή γνώση πραγματοποιείται με την άμεση θέα του Θεού, κατόπιν εκστάσεως. Ο άνθρωπος γίνεται τότε ίδιος θεός, αλλά θνητός. Η ψυχή ενώνεται με το Θεό, όπως και στον Πλωτίνο.
- Ο Επίκτητος ακόμη χρησιμοποιεί προσευχή μονοθεϊστική ως εξής: «Χρησιμοποίησέ με όπως θέλεις. είμαι σύμφωνος μαζί σου, σου ανήκω, οδήγησέ με όπου θέλεις…». Απευθύνεται δηλαδή σε προσωπικό Θεό.
- Ο Πλωτίνος δίδασκε ότι το ΈΝ, ο ΝΟΥΣ και η ΨΥΧΗ είναι τρεις υποστάσεις του ενός Θεού.
- Ο Ιάμβλιχος ως αρχή και αιτία του παντός δέχθηκε ένα μόνο Θεό, πηγή του Αγαθού, όπως και ο Πλάτωνας.
- Ο Πλούταρχος ορίζει το Θεό ως αγέννητο, άναρχο, αιώνιο, εκτός χρόνου υπάρχοντα. Πηγή του αγαθού, ως εν και ως ωραίο. Είναι ο Νους που όλα τα ρυθμίζει και διευθύνει. Μετά το θάνατο πίστευε ότι οι ψυχές περιπλανώνται στο διάστημα ανάμεσα στη γη και τη σελήνη, όπου υφίστανται τιμωρίες. Είχε ακόμη την ιδέα πως δαίμονες χρησίμευαν στα διάφορα μαντεία ως μεσάζοντες και ότι όσα μαντεία παρήκμασαν ήταν από την εγκατάλειψη των δαιμόνων τους (βλ. ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ, Στ’ τόμος ‘Ιστορίας Ελληνικού Έθνους’, ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ)

Υπάρχει επομένως ισχυρότατη μονοθεϊστική παράδοση εξ αρχαιοτάτων χρόνων στον Ελληνισμό, στον οποίον «σπερματικώς», στοιχειωδώς και σκιωδώς αποκαλύφθηκε αρχικά η παντοδυναμία, η πανσοφία, η αιωνιότητα και οι προσωπικές ιδιότητες του ενός Θεού. Aρκετοί αρχαίοι Έλληνες σοφοί θεωρούνται ως προ Χριστού χριστιανοί και προφήτες του εθνικού κόσμου, διότι με την «σπερματική τους αυτή αλήθεια» προετοίμασαν έμμεσα, μαζί με τους λαμπρούς φάρους της αληθείας, τις προφητικές φωνές της Παλαιάς Διαθήκης, την είσοδο του Χριστιανισμού στην ιστορία.

[Από το βιβλίο της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΥΡΟΥ «ΕΛΛΗΝΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΠΟΛΥΘΕΪΣΜΟΣ Ή ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ;», Μιχαήλ Γ. Χούλη, Ερμούπολη Σύρου, Δεκέμβριος 2003].

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Αρχαία Ήλιδα

Το αρχαίο κράτος της Ήλιδας αναπτύχθηκε στην ΒΔ Πελοπόννησο, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της υπόλοιπης Ελλάδας και ο ρόλος του στα στρατιωτικά και πολιτικά δρώμενα υπήρξε περιορισμένος. Παρέμεινε όμως στο προσκήνιο για μακρύ χρονικό διάστημα καθώς είχε αναλάβει την κηδεμονία του πανελλήνιου ιερού της Ολυμπίας και την άμεμπτη προετοιμασία και διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.


Τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι η περιοχή της Ήλιδας κατοικιζόταν, έστω και ως μικρός αγροτικός οικισμός, από την Πρωτοελλαδική εποχή (περ.2800-2000π.χ.). Κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους (περ. 1600-1100π.χ.) ήταν ένα από τα τέσσερα σημαντικότερα πολίσματα της περιοχής και οι κάτοικοί της, οι οποίοι αναφέρονται στην Ιλιάδα ως Επειοί, έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με αρχηγό τον Πολύξενο.
Η πόλη της Ήλιδας ιδρύθηκε όταν ο Όξυλος, ο οποίος είχε έλθει από την Αιτωλία τον 12ο αι. π.χ. με την κάθοδο των Δωριέων, συνένωσε όλα τα διάσπαρτα πολίσματα. Η αρχαία παράδοση επιβεβαιώνεται σήμερα από τα πλούσια ευρήματα υπό μυκηναϊκών, πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών χρόνων (περ. 1100-700π.χ) που βρέθηκαν στην περιοχή.
Ο Όξυλος ίδρυσε του Ολυμπιακούς Αγώνες όταν ενσωμάτωσε το Ιερό της Ολυμπίας στο κράτος της Ήλιδας. Οι αγώνες αναδιοργανώθηκαν τον 8ο αι π.χ από τον απόγονό του βασιλιά Ίφιτο, ο οποίος σύναψε συνθήκη με τους βασιλιάδες Λυκούργο της Σπάρτης και Κλεισθένη της Πίσας.
Με αυτή την "ιερή εκεχειρία" όλη η περιοχή της Ήλιδας κηρύχθηκε ιερή, εξασφαλίζοντας έτσι την ειρήνη και την επιτυχία των αγώνων. Από το 776 π.χ., όταν τελέστηκε η πρώτη Ολυμπιάδα, οι Ηλείοι είχαν αναλάβει την επίβλεψη του Ιερού της Ολυμπίας, την οποία έχασαν το 668 π.χ από του Πισάτες, για να την επανακτήσουν με τη βοήθεια των Σπαρτιατών το 580 π.χ.



Στη συνέχεια και μέχρι περίπου τα τέλη του 5ου αι. π.χ. η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή. Κύριο μέλημα του κράτους δεν ήταν τόσο τα πολιτικά και άλλα θέματα του δημοσίου βίου, όσο η οργάνωση των Ολυμπιάδων. Οι αγώνες ήταν πεντετηρικοί, δηλαδή τελούνταν μετά το κλείσιμο μίας τετραετίας, πιθανότατα στα μέσα Ιουλίου. Οι αθλητές ήταν υποχρεωμένοι από τους κανονισμούς να έλθουν στην Ήλιδα για προπόνηση ένα μήνα πριν την έναρξη των αγώνων. Μαζί τους κατέφθαναν φίλοι και συγγενείς, με αποτέλεσμα να συρρέουν στην πόλη εκλεκτοί ξένοι από την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα καθώς και πλούσιοι άποικοι της Μικράς Ασίας και του Πόντου, της μεγάλης Ελλάδας και της Αφρικής.

Η βαρύτητα την οποία απέδιδαν οι Ηλείοι στη διοργάνωση των Ολυμπιάδων αντανακλάται και στην εικόνα της αγοράς της πόλης. Ο περιηγητής Παυσανίας (2ος αι, μ.χ), αναφερόμενος στην ηλειακή πρωτεύουσα, περιγράφει γυμνάσια, παλαίστρα, στοές, ναούς, ιερά και τεμένη, αλλά κανένα οικοδόμημα σχετικό με τον δημόσιο βίο. Τα κτήρια αυτά κοσμούσε πλήθος αγαλμάτων και γλυπτών από φημισμένους καλλιτέχνες της αρχαιότητας. Μεταξύ άλλων, αναφέρει το ναό της Αφροδίτης Ουρανίας με το χρυσελεφάντινο άγαλμά της, έργο του Φειδία, το υπαίθριο τέμενος της Αφροδίτης Πανδήμου, όπου υπήρχε ονομαστό χάλκινο άγαλμα της θεάς, έργο του Σκόπα, το ναό και το άγαλμα του Απόλλωνα Ακέσιου, το ναό των Χαρίτων με τα ακρόλιθα αγάλματά τους, το ναό του Σιληνού και το σύμπλεγμα του θεού με τη Μέθη.


Την περίοδο της μέγιστης ακμής του το ηλειακό κράτος αποτελούνταν από τέσσερις περιφέρειες: την Κοίλη Ήλιδα, δηλαδή την εύφορη πεδινή περιοχή στην οποία αναπτύχθηκε η πρωτεύουσα των Ηλείων, την Ακρώρεια, την Πισάτιδα και την Τριφυλία. Οι κάτοικοι ζούσαν σε ατμόσφαιρα ειρήνης, ευημερίας και ευνομίας.

Το πλούσιο έδαφος της περιοχής και το ήπιο κλίμα ευνόησαν την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Εξάλλου, οι ονομασίες Ήλιδα και Ηλείοι (αρχαιότερα F άλις και F αλείοι) δήλωναν την κοιλάδα και τους κατοίκους αντίστοιχα.

Τα τελευταία χρόνια οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει 120 οικισμούς ενώ οι επιφανειακές έρευνες έχουν εντοπίσει άλλες περίπου 200 θέσεις. Οι περισσότερα από αυτές πρέπει να ήταν μικρά χωριά ή απομονωμένες αγροικίες. Μόνο η πρωτεύουσα Ήλιδα αναπτύχθηκε σε μεγάλο αστικό κέντρο. Ιδίως μετά την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και τον δεύτερο συνοικισμό της (471 π.χ), ενισχύθηκε σημαντικά και αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες και πολυπληθέστερες πόλεις της Πελοποννήσου. Η πόλη καταλάμβανε την περιοχή μεταξύ των σημερινών χωριών Παλιόπολη (ή Νέα Ήλιδα) στα ΝΑ, Μπουχιώτη (ή Αυγείον) στα ΝΔ, και Καλύβια στα Δ. Η αρχαία ακρόπολη βρισκόταν στο λόφο του Αϊ Γιάννη.




Σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των κοινών της Ήλιδας έπαιξαν οι γυναίκες. Σύμφωνα με τον Παυσανία υπήρχε συμβούλιο δεκαέξι σοφών Ηλείων γυναικών, στις οποίες οφείλεται το έργο της συμφιλίωσης της Πίσας και της Ήλιδας, καθώς και ο Θεσμός της διοργάνωσης των Ηραίων. Επρόκειτο για πανελλήνιους αγώνες δρόμου κοριτσιών προς τιμής της θεάς Ήρας, οι οποίοι τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, όπως και οι Ολυμπιακοί, αλλά σε διαφορετικές ημερομηνίες.
Από τα τέλη του 6ου αι. π.χ. η Ήλιδα είχε προβεί σε κοπή νομισμάτων, τα οποία κατά τους χρόνους της ακμής της συναγωνίζονταν σε καλλιτεχνία και ποικιλία εκτέλεσης εκείνα των άλλων ελληνικών πόλεων. Επίσης, λειτουργούσαν τοπικά εργαστήρια κεραμικής και χαλκοπλαστικής που παρήγαγαν έργα με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα.




Η ευδαιμονία του ηλειακού κράτους οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στη μακρόχρονη συμμαχία του με τη Σπάρτη, η οποία καταλύθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.χ.). Τον 4ο αι. π.χ. φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της μελλούμενης παρακμής και των συμφορών για του Ηλείους.
Το 191 π.χ προσχώρησαν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, ενώ το 146 π.χ. υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους και αποτέλεσαν τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (27π.χ - 250 μ.χ) η πόλη επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο. Κτίσθηκαν βίλες και λουτρά, αρχιτεκτονήματα ιδιαίτερα αγαπητά στους Ρωμαίους, μερικά μάλιστα επάνω στα θεμέλια κλασικών κτηρίων.

Στους ύστερους ρωμαϊκούς και του πρώιμους χριστιανικούς χρόνους (3ος - 5ος αι. μ.χ) η κατοίκηση περιορίστηκε μόνο σε ένα τμήμα της πόλης, ενώ σε άλλα τμήματα ιδρύθηκε ένα μεγάλο νεκροταφείο, ίσως μετά την καταστροφή από τους Έρουλους (267 μ.χ.). Ο μαρασμός επήλθε όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α΄ απαγόρευσε τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 μ.χ. και η ζωή του Ιερού της Ολυμπίας σταμάτησε. Ο σεισμός που έπληξε τη χώρα τον 6ο αι μ.χ. σήμανε το οριστικό τέλος του ηλειακού κράτους.
Τον 19ο αι. περιηγητές εντόπισαν την πόλη της Ήλιδας, κατάρτισαν μάλιστα και τοπογραφικά σχέδια. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από το Αυστριακό Αρχαιολογικό ινστιτούτο την περίοδο 1911 - 1914, με διευθυντή τον Otto Walter . Από το 1960 έως σήμερα η ανασκαφική έρευνα συνεχίζεται κατά περιόδους από την Αρχαιολογική εταιρεία. Οι σωστικές ανασκαφές, που διενεργεί ακόμη και σήμερα η Ζ΄ Εφορεία Προϊστορικών και κλασικών Αρχαιοτήτων, αποκάλυψαν ένα τμήμα της αρχαίας πόλης (1965 - 1970), με αφορμή τη διέλευση του αρδευτικού αγωγού του φράγματος του Πηνειού.




Τα κτήρια που αποκαλύφθηκαν ή εντοπίστηκαν και στη συνέχεια ταυτίστηκαν σύμφωνα με τις περιγραφές του Παυσανία, είναι τα εξής: Γυμνάσιο, που δεν έχει ανασκαφεί, αλλά φαίνεται ότι είχε παρόμοιες διαστάσεις με εκείνο της Ολυμπίας (μήκος περ. 200μ.), Λουτρά στα δυτικά της αγοράς, Τέμενος του Αχιλλέα, Ελλανοδικαιώνας, Στοά "προς μεσημβρίαν", "Κερκυραϊκή" στοά, που αποτελούσε το νότιο σύνορο της αγοράς, διάφορα μικρά ιερά, ένα τετράγωνο οικοδόμημα με εσωτερική περίστυλη αυλή, όπου οι δεκαέξι ηλείες γυναίκες ύφαιναν τον πέπλο της Ήρας, ένα τμήμα του περιβόλου του τεμένους της Αφροδίτης, ένας ακόμη περίβολος ιερού, ναΐσκος και τεμένη, μεταξύ των οποίων και του Άδη και τέλος το Θέατρο, στα βόρεια της αγοράς.

Το θέατρο κτίστηκε τον 4ο αι. π.χ. και υπέστη μετασκευές στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια. Η λίθινη σκηνή με το προσκήνιο και τα παρασκήνια είναι από τα παλαιότερα της αρχαίας Ελλάδας. Οι θεατές δεν κάθονταν σε κερκίδες αλλά στα πρανή του κοίλου, όπως ακριβώς και στο στάδιο της Ολυμπίας. Η πρόσβαση γινόταν με έξι λίθινες κλίμακες που χώριζαν το κοίλο σε επτά κερκίδες. Ένα πλήρες αποχετευτικό δίκτυο εξασφάλιζε το θέατρο από τον κίνδυνο πλημμύρας. η λειτουργία του θεάτρου διακόπηκε στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, όταν επήλθε και γενικότερος μαρασμός της πόλης, και στο χώρο του δημιουργήθηκε νεκροταφείο με συστάδες κιβωτιόσχημων και κεραμοσκεπών τάφων.