Η Μάχη του Μαραθώνα διεξήχθη το 490 π.Χ. ανάμεσα στους Αθηναίους και Πλαταιείς από τη μια πλευρά και τους Πέρσες από την άλλη, στην πεδιάδα του Μαραθώνα της Αττικής. Έληξε με νίκη των Ελλήνων και σήμανε το τέλος της πρώτης ουσιαστικής απόπειρας της Περσικής αυτοκρατορίας, επί βασιλείας Δαρείου Α' να υποτάξει τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Το πεδίο της μάχης σήμερα.
Αίτια των περσικών βλέψεωνΤο 510 π.Χ.,ο τύραννος των Αθηνών, Ιππίας (γιος του Πεισίστρατου), εξορίστηκε απο τους Αθηναίους με τη βοήθεια του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Α΄. Με τη βοήθεια, όμως, του έτερου βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατου, κατέφυγε στην αυλή του Δαρείου, για να ζητήσει βοήθεια.
Μετά την αποτυχία της επανάστασης της Ιωνίας (499-494 π.Χ.), ο Δαρείος αποφάσισε να υποτάξει τους Έλληνες και να τους τιμωρήσει για τη συμμετοχή τους στην εξέγερση. Το 492 π.Χ. ο Δαρείος έστειλε μια στρατιά, με επικεφαλής το γαμπρό του Μαρδόνιο. Αυτή η στρατιά κατέλαβε τη Θράκη και ανάγκασε τον Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο Α' να δηλώσει υποταγή στον Μεγάλο βασιλέα. Συνεχίζοντας προς νότο όμως, μεγάλο μέρος του περσικού στόλου καταστράφηκε από τρικυμία έξω απο την χερσόνησο του Άθω και ο Μαρδόνιος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ασία. Στο δρόμο της επιστροφής ο στρατός του Μαρδόνιου δέχτηκε επίθεση από το θρακικό φύλο των Βρυγών και είχε σημαντικές απώλειες. Η βόρεια Ελλάδα υποτάχθηκε στη Περσική αυτοκρατορία και ήταν πλέον ανοιχτός ο δρόμος για τη νότια Ελλάδα.
Ο Δαρείος πληροφορήθηκε από τον Ιππία οτι οι Αλκμαιωνίδες, μια ισχυρή αθηναϊκή οικογένεια, ήταν αντίθετοι με τον Αθηναίο στρατηγό Μιλτιάδη και θα βοηθούσαν στην επάνοδο του Ιππία. Θα δέχονταν επίσης τις Περσικές αξιώσεις με αντάλλαγμα να συγχωρεθούν για τη συμμετοχή τους στην εξέγερση των Ιώνων. Ο Δαρείος θέλησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να εξουδετερώσει την Αθήνα και να αφήσει μόνη της τη Σπάρτη, κάνοντας το έργο της υποταγής των Ελλήνων ευκολότερο. Το σχέδιο του Δαρείου ήταν να τρομοκρατήσει τους Αθηναίους και να κάμψει τη θέλησή τους για αντίσταση, με την κατάληψη της Ερέτριας, η οποία δεν θα έφερνε μεγάλη αντίσταση. Στη συνέχεια θα αποβίβαζε στρατό στο Μαραθώνα, ώστε να τραβήξει τον αθηναϊκό στρατό μακρυά απο την πόλη και ταυτόχρονα θα απειλούσε την ανυπεράσπιστη πλέον Αθήνα με μεταφορά στρατού δια θαλάσσης (περιπλέοντας το Σούνιο).
Μάλιστα, ο Δαρείος, υπολόγιζε στην ουδετερότητα των υπολοίπων ελληνικών πόλεων, ώστε να μην βοηθήσουν την Αθήνα την ώρα που θα κινδυνεύει από το στρατό του. Έτσι διέταξε ο στρατός του να περάσει μέσα από το Αιγαίο και να τιμωρήσει πρώτα τα νησιά που αρνήθηκαν να δεχτούν την εξουσία του Πέρση μονάρχη και ύστερα να επιτεθεί στις δυο πόλεις που βοήθησαν στην Ιωνική επανάσταση. Με αυτό το τρόπο έδειχνε ότι στόχος του δεν ήταν η υποταγή όλης της Ελλάδας αλλά η τιμωρία των πόλεων που αμφισβήτησαν την αυτοκρατορία του Δαρείου. Με δεδομένο ότι οι ελληνικές πόλεις δεν είχαν καλές διπλωματικές σχέσεις μεταξύ τους, καθώς υπήρχαν πολλά μέτωπα πολέμου ανοιχτά, η εξαγγελία πολέμου-τιμωρίας ήταν η καλύτερη. Τα μέτωπα πολέμου που ήταν ανοιχτά ήταν Αθήνας εναντίον Αίγινας, Σπάρτης εναντίον Άργους, Θήβας εναντίον Πλαταιών, Χαλκίδας εναντίον Ερέτριας και Θεσσαλίας εναντίον Φωκίδας. Η εξωτερική πολιτική όλων των πόλεων ήταν στραμμένη σε αυτά τα μέτωπα και δεν θα νοιαζόντουσαν για τα εξωτερικά προβλήματα της Αθήνας.
Με αυτά τα δεδομένα εξηγείται και η στάση που κράτησαν η Θήβα, το Άργος και η Αίγινα κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Οι ηγεσίες αυτών των πόλεων-κρατών είχαν ταχθεί είτε φανερά είτε μυστικά με την ηγεσία της Περσίας για να κερδίσουν τον γεωπολιτικό έλεγχο των περιοχών όπου είχαν συμφέροντα. Έτσι η Αίγινα αποτελούσε προγεφύρωμα για την επίθεση των Περσών στην Αθήνα και για αυτό η αντιπερσική πολιτική του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης ανάγκαζε τους πέντε Έφορους στη Σπάρτη να στείλουν 1.000 οπλίτες προς ενίσχυση των Αθηναίων στη κατάληψη της Αίγινας το 492 π.Χ.. Η Αθήνα νίκησε την Αίγινα και στέρησε τη Περσία από ένα πολύτιμο σύμμαχο, ενώ όταν εισέβαλε ο Ξέρξης στην Ελλάδα, η αντιπερσική μερίδα πολιτικών στο νησί είχε αναλάβει την εξουσία χάρη στη βοήθεια του Θεμιστοκλή. Με αυτά τα δεδομένα ξεκίνησε η περσική εκστρατεία
Έναρξη της περσικής εκστρατείας του 490 π.Χ.
Πράγματι, την άνοιξη του 490 π.Χ. ο Περσικός στρατός επιβιβάσθηκε στα πλοία με βάση τη Κιλικία. Αυτά παρέπλευσαν την Ιωνία ως τη Σάμο. Διοικητής του ιππικού ήταν ο Δάτης και διοικητής του πεζικού ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς τη Νάξο, ενεργώντας αιφνιδιαστική επίθεση και έτσι οι κάτοικοι δεν πρόλαβαν να οργανώσουν την άμυνα του νησιού. Από τους Νάξιους, άλλοι κατέφυγαν στα ορεινά σημεία και άλλοι εξανδραποδίσθηκαν, οι ναοί και οι κατοικίες πυρπολήθηκαν και το νησί έμεινε υπόδουλο στους Πέρσες ως το 479 π.Χ.. Όταν έμαθαν οι κάτοικοι της Δήλου την καταστροφή της Νάξου, εγκατέλειψαν το νησί και κατέφυγαν στην Τήνο. Ο Περσικός στόλος κατέπλευσε στην αντικρινή Ρήνεια αλλά απέφυγε την καταστροφή και λεηλασία των ιερών. Ο Δάτης, μάλιστα, αφού κάλεσε τους φυγάδες να επιστρέψουν στη Δήλο, προσέφερε θυσία στον Απόλλωνα 300 τάλαντα θυμιάματος, όπως ιστορεί ο Ηρόδοτος. Ο θεός του φωτός ήταν πολύ συμπαθής στους Πέρσες καθώς ταυτιζόταν με τον δικό τους Αχούρα Μάζδα.
Λίγο μετά την αναχώρηση των Περσών φοβερός σεισμός κατέστρεψε τη Δήλο. Κατόπιν ο Περσικός στόλος αφού υπέταξε τα περισσότερα νήσια των Κυκλάδων και πήρε ομήρους, κατέπλευσε στην Κάρυστο. Η πόλη αρνήθηκε να δεχθεί τους Πέρσες, τελικά όμως αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και η περιοχή της λεηλατήθηκε. Τέλος, από το νότιο Εύριπο οι Πέρσες έφθασαν στην Ερέτρια.
Οι Ερετριείς ζήτησαν απεγνωσμένα βοήθεια απο τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι έστειλαν 2.000 οπλίτες, κληρούχους στρατιώτες από την Χαλκίδα, να συνδράμουν την πόλη της Εύβοιας. Φτάνοντας στην Ερέτρια οι οπλίτες βρέθηκαν σε μια κατάσταση σύγχυσης, καθώς οι μισοί πολίτες της πόλης ζητούσαν να παραδοθούν χωρίς αντίσταση στους Πέρσες, οι άλλοι μισοί δήλωναν πως θα πολεμήσουν μέχρι εσχάτων και οι υπόλοιποι πρότειναν να μπούν στα καράβια τους και να φύγουν από την Ελλάδα. Μπροστά σε αυτή τη κατάσταση, ο Αισχίνης του Νόθωνος, συμβούλεψε τους Αθηναίους να φύγουν όπως θα έκανε και ο ίδιος. Η Ερέτρια τελικά παραδόθηκε στους Πέρσες ύστερα από πολιορκία 6 ημερών, εξαιτίας της προδοσίας δύο κατοίκων της, του Ευφόρβου του Αλκίμαχου και του Φιλάγρου Ακαυνέα. Η πόλη ισοπεδώθηκε και οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν ως άποικοι στην Αρδέρρικα της Σουσιανής, ως τιμωρία για τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία εναντίον των Σάρδεων.
Οι Αθηναίοι συνειδητοποίησαν ότι ήταν ο επόμενος στόχος του περσικού στρατού και ότι χρειάζονταν οι ίδιοι βοήθεια. Έτσι έστειλαν έναν αγγελιοφόρο στη Σπάρτη. Ο αγγελιοφόρος αυτός ήταν ο Φειδιππίδης και διέτρεξε την απόσταση Αθήνα-Σπάρτη, 220 χιλιόμετρα, σε 48 ώρες ενώ έφτασε στη Σπάρτη στις 9 Σεπτεμβρίου. Όταν έφυγε ο Φειδιππίδης, στις 7 Σεπτεμβρίου, οι Πέρσες αποβιβάζονταν στον Μαραθώνα και ετοίμαζαν το έδαφος για τη μάχη. Ο Αθηναίος ημεροδρόμος εξήγησε τη κατάσταση στους πέντε Εφόρους και οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν να στείλουν βοήθεια, όχι όμως πριν περάσουν δέκα μέρες, επειδή μεσολαβούσαν τα Κάρνεια.
Η αποβίβαση των Περσών στον Μαραθώνα και το δίλημμα των Αθηναίων
Οι Πέρσες μετά την κατάκτηση της Ερέτριας πέρασαν στην Αττική. Ο Ιππίας τους συμβούλευσε να αποβιβαστούν κοντά στο Μαραθώνα. Εκεί είχαν αποβιβαστεί αυτός και ο Πεισίστρατος πριν από πενήντα χρόνια από την Ερέτρια. Ήταν η πιο κοντινή περιοχή στην Ερέτρια διευκολύνοντας έτσι τον εφοδιασμό. Επιπλέον η πεδιάδα του Μαραθώνα ήταν η πιο κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση του περσικού ιππικού.
Η μάχη
Οι Αθηναίοι αντέδρασαν άμεσα στην είδηση της απόβασης των Περσών. Βάδισαν κατευθείαν στο Μαραθώνα με περίπου 10000 άντρες. Αφού οι Σπαρτιάτες δεν είχαν στείλει ακόμα βοήθεια, η μόνη ενίσχυση για τους Αθηναίους ήρθε από τους Πλαταιείς, με ολόκληρο το στρατό τους ο οποίος ανερχόταν σε περίπου 1000 στρατιώτες.
Οι δέκα στρατηγοί που ήταν επικεφαλής του Αθηναϊκού στρατού ήταν διχασμένοι για το πώς έπρεπε να δράσουν. Πέντε υποστήριζαν ότι ήταν πολύ λίγοι για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες ενώ οι υπόλοιποι ανάμεσα τους και ο Μιλτιάδης ήταν υπέρ της μάχης. Επειδή βρίσκονταν σε αδιέξοδο αποφάσισαν μάλλον μετά από πρόταση του Μιλτιάδη να ψηφίσει και ο πολέμαρχος, ο Καλλίμαχος. Ο Μιλτιάδης κατάφερε να τον πείσει και οι Αθηναίοι ετοιμάστηκαν για τη μάχη.
Το σχέδιο του Μιλτιάδη ήταν να εμπλακεί σε μάχη με το περσικό πεζικό όσο πιο σύντομα γινόταν ώστε να αποφύγει τις απώλειες από τους εχθρικούς τοξότες. Κάθε βράδυ πριν τη μάχη οι Έλληνες μίκραιναν την απόσταση ανάμεσα στα δύο μέτωπα και τη μέρα της μάχης είχαν φτάσει σε απόσταση περίπου 8 σταδίων, δηλαδή 1480 μέτρα. Στο δεξιό άκρο είχε τοποθετηθεί επικεφαλής ο Καλλίμαχος και στη συνέχεια οι δέκα φυλές με τους Πλαταιείς να είναι στο αριστερό άκρο. Ο Μιλτιάδης είχε επιμηκύνει το μέτωπο του ώστε να είναι ίσο με το μέτωπο των Περσών έτσι ώστε το δεξιό και το αριστερό κέρας να είναι ισχυρά αποδυναμώνοντας το κέντρο.
Οι Έλληνες επιτέθηκαν εναντίον των Περσών γρήγορα, τρέχοντας στα τελευταία μέτρα, μάλλον αιφνιδιάζοντας έτσι τους Πέρσες. Η σφοδρότητα της σύγκρουσης έδωσε πλεονέκτημα στα ισχυρά άκρα. Η μάχη ήταν αμφίρροποι για αρκετή ώρα μέχρις ότου οι δυο περσικές πτέρυγες κατέρρευσαν και τράπηκαν σε φυγή. Στο κέντρο όπου βρίσκονταν οι επίλεκτες δυνάμεις με τους Πέρσες και τους Σάκες ο ελληνικός σχηματισμός διασπάστηκε και υποχώρησε. Τα πλάγια τμήματα όμως γύρισαν πίσω και επιτέθηκαν στο περσικό κέντρο περικυκλώνοντας τους. Ακολούθησε σκληρή μάχη και τελικά οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή, προς το Σχοινιά που βρίσκονταν τα πλοία τους. Πολλοί Πέρσες έπεσαν στα νερά του έλους και πνίγηκαν. Η μάχη συνεχίστηκε στο Σχοινιά καθώς οι Πέρσες προσπαθούσαν να διαφύγουν. Εκεί πέθαναν ο Καλλίμαχος, ο στρατηγός Στησίλαος και ο Κυνέγειρος, ο αδελφός του Αισχύλου. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να καταλάβουν επτά πλοία.
H μάχη είχε τελειώσει. Οι νεκροί Πέρσες υπολογίζονται από τον Ηρόδοτο γύρω στους 6400 ενώ οι Έλληνες είχαν χάσει μόνο 192. Μετά τη νίκη τους στάλθηκε αγγελιοφόρος για να την αναγγείλει στην Αθήνα, ο οποίος ξεψύχησε μόλις έφτασε από την κούραση. Ο περσικός στόλος κατευθύνθηκε προς την Αθήνα ελπίζοντας να φτάσει πριν τον Αθηναϊκό στρατό. Η Αθήνα όλο αυτόν τον καιρό φυλασσόταν από μια μικρή φρουρά. Οι Πέρσες ήλπιζαν ότι θα κατάφερναν να καταλάβουν την ανυπεράσπιστη Αθήνα.
Η αντίδραση του Μιλτιάδη ήταν άμεση. Άφησε τον Αριστείδη με τη φυλή του να φυλάει τα λάφυρα και κατευθύνθηκε με τον υπόλοιπο στρατό στην Αθήνα. Όταν τα πρώτα περσικά πλοία έφτασαν στο Φάληρο ο Αθηναικός στρατός είχε ήδη φτάσει. Οι Πέρσες δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν απόβαση και γύρισαν στην Ασία.
Την επομένη της μάχης έφτασαν οι ενισχύσεις από τη Σπάρτη. Αυτό σήμαινε ότι είχαν καταφέρει να καλύψουν όλη την απόσταση από τη Σπάρτη έως την Αθήνα μέσα σε τρεις μέρες μόνο. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο Μαραθώνα και επιθεώρησαν το πεδίο της μάχης και τους νεκρούς Πέρσες, συνεχάρησαν τους Αθηναίους και γύρισαν πίσω στη Σπάρτη.
Οι μύθοι γύρω από τη μάχη
Καθότι η μάχη του Μαραθώνα ήταν η πρώτη μάχη που δόθηκε και κερδίθηκε με ένα νεοτεριστικό, για την εποχή του, στρατήγημα αλλά και επειδή η Αθήνα βρισκόταν στο μεταβατικό στάδιο από την αριστοκρατία στη δημοκρατία, όπως επίσης και η δίψα των Αθηναίων για αναλάβουν τα ηνία της ηγεσίας στην Ελλάδα έδωσε τη βάση για να δημιουργηθούν διάφοροι μύθοι σχετικά με την νίκη των Αθηναίων. Σε αυτό βοήθησε και η έλλειψη ιστορικού, αυτόπτη μάρτυρα, αλλά και ότι πολλά γεγονότα παραποιήθηκαν εσκεμμένα από τους Αθηναίους δημαγωγούς πολιτικούς. Πολλοί από αυτούς τους μύθους έχουν διαλευκανθεί και άλλοι όχι, οι μύθοι αυτοί όμως μας έχουν παραδοθεί σήμερα ως εξής:
Ο Φειδιππίδης καθώς επέστρεφε από τη Σπάρτη διηγήθηκε ότι στην Αρκαδία τον συνάντησε ο θεός Πάνας και του εξέφρασε το παράπονο του, ότι οι Αθηναίοι δεν τον τιμούν όσο πρέπει, παρότι ο ίδιος αγαπάει τη πόλη τους και θα το απεδείκνυε. Οι Αθηναίοι διηγόντουσαν πως κατά τη διάρκεια της μάχης άγριες κραυγές ακούστηκαν και σκόρπισαν το τρόμο στους Μήδους σπέρνοντας πανικό στις γραμμές τους. Η λέξη πανικός ετυμολογείται από τον Πάνα. Αργότερα οι Αθηναίοι έχτισαν σε μια σπηλιά στην Ακρόπολη ένα ιερό προς τιμή του τραγοπόδαρου ποιμενικού θεού.
Ο Πλούταρχος, στο έργο του «Θησεύς», αναφέρει ότι πολλοί Αθηναίοι είδαν να ανοίγει η γη μπροστά τους και να ξεπροβάλει ο Θησέας από μέσα της κυνηγώντας τους Πέρσες. Ακόμα πολλοί είδαν τον ημίθεο Ηρακλή με το ρόπαλο του να ανοίγει τις σειρές των Ανατολιτών.
Από τη φαντασία των αρχαίων μαχητών δεν έλειψε η θεά Αθηνά με το άρμα της, η θεά Άρτεμις με το τόξο της και η θεά Εκάτη.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι πολλοί Αθηναίοι είδαν και ανθρώπους άγνωστης ταυτότητας να πολεμούν δίπλα τους. Πολλοί είδαν να πολεμάει δίπλα τους ένας χωρικός με άροτρο και να θερίζει τους Πέρσες. Αυτόν τον άντρα τον τίμησαν οι Αθηναίοι μετά τη μάχη και, επειδή δεν ήξεραν το όνομά του, τον ονόμασαν Εχετλαίο (εχέτλη ονομαζόταν η λαβή του αρότρου).
Ακόμα ένας μύθος ήταν ότι ο Κέρβερος βοήθησε τους Αθηναίους στη μάχη. Ο Αιλιανός, χρησιμοποιώντας ως πηγή τη σύνθεση της μάχης του Μαραθώνα του Πάναινου και του Μίκωνα της Ποικίλης Στοάς, αναφέρει ότι οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν σκυλιά στη μάχη. Δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκαν σκυλιά για τη φύλαξη του στρατοπέδου και μερικά να πήραν μέρος και στη μάχη. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο Ξάνθιππος, ένας από τους δέκα στρατηγούς και πατέρας του Περικλή, είχε πάντα μαζί του τον πιστό του σκύλο Ξούθο, οπότε το ενδεχόμενο να υπήρχαν σκυλιά στη μάχη δεν είναι παράλογο. Ο Ξέρξης στη δικιά του εκστρατεία κουβάλησε και αυτός σκυλιά μαζί του, για να τα χρησιμοποιήσει στη διάσπαση των αντίπαλων γραμμών.
Πηγές
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος Β': Αρχαϊκός Ελληνισμός, κεφ.: Οι Μεγάλοι Εθνικοί Πόλεμοι-Από τον Μαραθώνα στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές.
[1] Γενικό Επιτελείο Στρατού: Μάχη του Μαραθώνα. Σεπτέμβριος 490 π.Χ. υπό Υπτγου Δημητρίου Γεδεών
Μπελέζος Δ., Κωτούλας Ι., Γιαννόπουλος Ν., ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΣΕΙΡΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΑΧΕΣ, τεύχος 21, ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, Μάρτιος 2006
Γαρουφάλης Δ., ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2003
ΗΡΟΔΟΤΟΥ, Η Ιστορία Των Περσικών Πολέμων, μετάφραδη Βλάχου Ν., εκδόσεις Ωκεανίδα, 2005
Ηρόδοτος, Ιστορίαι, βιβλία 1-9, μετάφραση Πανέτσος Ε., εκδόσεις Ζαχαρόπουλος/ βιβλία V-IX, μετάφραση Σπυρόπουλος Η., εκδόσεις Γκοβόστη, 1995