Η καταστροφή της Ισπανικής αρμάδας το 1588 ήταν αναμφίβολα ο μεγαλύτερος στρατιωτικός θρίαμβος των αγγλικών όπλων από την εποχή της μάχης του Αζινκούρ 173 χρόνια νωρίτερα.
Αυτή η άσχημα σχεδιασμένη ναυτική εκστρατεία είχε ως στόχο τη σύμπραξη με τις Ισπανικές δυνάμεις των Κάτω Χωρών για μια εισβολή στην Αγγλία, που εκείνη την εποχή κυβερνάτο από τη θρυλική βασίλισσα Ελισάβετ.
Οι Ισπανοί όμως ανακάλυψαν γρήγορα πως οι Άγγλοι είχαν αλλάξει δραματικά τους κανόνες του θαλάσσιου πολέμου και διέθεταν μια νέα γενιά πλοίων και ανώτερη τεχνική χρήσης των πυροβόλων.
Το ταξίδι της Μεγάλης Αρμάδας μέσα από τη Μάγχη μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Το ταξίδι της Μεγάλης Αρμάδας μέσα από τη Μάγχη μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Το καλοκαίρι του 1588 η κατάσταση «ακήρυκτου πολέμου» που επικρατούσε μεταξύ Ισπανίας και Αγγλίας πλησίαζε να συμπληρώσει τον τέταρτο χρόνο της.
Η αργή αλλά σταθερή επέκταση του προτεσταντισμού στην Ευρώπη αποτελούσε σοβαρότατη απειλή για τα συμφέροντα της καθολικής Ισπανίας, κυρίως στην ταραγμένη επαρχία που διατηρούσε στις Κάτω Χώρες, όπου οι επαναστάσεις με θρησκευτικά ελατήρια ξεσπούσαν διαδοχικά.
Ο Δούκας της Πάρμα, που είχε επωμισθεί το βαρύ φορτίο της διοίκησης εκείνης της «εκρηκτικής» περιοχής από το 1578, είχε κατορθώσει ως το 1584 να καταφέρει συντριπτικά πλήγματα στους εξεγερμένους, πετυχαίνοντας μάλιστα με πλάγιο τρόπο τη δολοφονία του κύριου αντιπάλου του, πρίγκιπα της Οράγης.
Στη φάση εκείνη κατά την οποία ο ισπανικός θρίαμβος διαγραφόταν βέβαιος και απόλυτος, οι Άγγλοι παρενέβησαν για μια ακόμη φορά ενισχύοντας αφειδώς τους παραπαίοντες Ολλανδούς με χρήματα και άνδρες, ενώ το 1587 προκάλεσαν με θρασύτητα τα βαθιά θρησκευτικά αισθήματα του ισπανικού λαού θανατώνοντας έπειτα από δίκη-παρωδία την καθολική βασίλισσα της Σκοτίας Μαρία-Στιούαρτ.
Εκτός όμως από τους καθαρά θρησκευτικούς λόγους ο Φίλιππος ανησυχούσε έντονα για τις ζημιές που προκαλούσαν στις Ατλαντικές συγκοινωνίες του οι φημισμένοι Άγγλοι κουρσάροι όπως ο σερ Φράνσις Ντρέηκ, που ήταν κοινό μυστικό ότι δρούσαν υπό τις ευλογίες της Ελισάβετ.
Επιπλέον η καθυπόταξη της Αγγλίας θα απέφερε στα ταμεία του Φιλίππου 1.000.000 χρυσά δουκάτα που είχε υποσχεθεί ως «δώρο» για την επιτυχία της εισβολής ο κυνικός Πάπας Σίξτος Ε'.
Οι προσπάθειες του Ισπανού μονάρχη, που κυβερνούσε από το μυθικό γρανιτένιο παλάτι του στο Εσκοριάλ, είχαν αποφέρει καρπούς και η «Ανίκητη Αρμάδα» (όπως την αποκαλούσαν όλοι οι Ισπανοί), ο ισχυρότερος στόλος που είχε συγκροτηθεί ποτέ στη χριστιανοσύνη, ήταν έτοιμη να σαρώσει από τον ωκεανό τα αγγλικά πλοία που θα επιχειρούσαν να της αντισταθούν και να εκθρονίσει την αιρετική βασίλισσα Ελισάβετ, αποκαθιστώντας στη νησιωτική χώρα την καθολική πίστη.
Απέμενε μόνο ο ορισμός του επικεφαλής της μεγάλης ναυτικής εκστρατείας και ήταν σίγουρα μεγάλη ατυχία για τους Ισπανούς το γεγονός ότι τον Φεβρουάριο του 1588 είχε αποβιώσει ο άνθρωπος που θα ήταν η καταλληλότερη επιλογή για τη διοίκηση της Αρμάδας.
Ο μαρκήσιος Σάντα Κρούθ, ο πιο ικανός ναύαρχος της Ισπανίας, που είχε δοξαστεί κατά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, είχε αναλωθεί στην προετοιμασία του εγχειρήματος, αλλά δεν πρόλαβε να δει την πραγματοποίησή του αφού έσβησε στα 62 του χρόνια από τύφο.
Στη θέση του ο Φίλιππος εμπιστεύθηκε τον 37χρονο δούκα της Μεντίνα Σιντόνια, που είχε την φήμη ενός γενναίου, απόλυτου και επίμονου ανθρώπου, ο οποίος όμως στερείτο οποιασδήποτε ναυτικής κατάρτισης.
Αυτό που αντιμετώπισε ο δούκας κατά την πρώτη του επιθεώρηση στον στόλο τον απογοήτευσε: οι λιποταξίες είχαν αυξηθεί δραματικά, οι ναύτες παρέμεναν απλήρωτοι, μερικά πλοία δεν διέθεταν παρά ελάχιστα τρόφιμα την ίδια στιγμή που άλλα είχαν φορτωθεί με προμήθειες μέχρι σημείου να κινδυνεύει η ασφάλειά τους.
Ορισμένα σκάφη ήταν πάνοπλα αλλά στερούνταν πυρομαχικών, ενώ άλλα είχαν ελάχιστα πολυβόλα αλλά οι αποθήκες τους ήταν γεμάτες με βλήματα.
Ο Σιντόνια ήταν αδαής ως προς την ναυτική τέχνη, αλλά ταυτόχρονα έξοχος οργανωτής και γνώστης των υλικών που χρειαζόταν ένα πλοίο για να σαλπάρει για μακρινή εκστρατεία.
Χάρη στην εργατικότητά του πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβόνα η μεγαλύτερη συγκέντρωση πλοίων, στρατευμάτων και πυρομαχικών που είχε γίνει ποτέ σε ένα και μόνο ευρωπαϊκό λιμάνι.
Αν μη τι άλλο ο Φίλιππος είχε επιλέξει ως διοικητή της Αρμάδας έναν ικανότατο «μάνατζερ».
Σύσσωμος ο ισπανικός λαός ήλπιζε στην επιτυχία της αποστολής, καθώς τα πλοία της Αρμάδας εγκατέλειπαν τον Τάγο ποταμό στα τέλη Μαΐου του 1588.
Χρειάστηκαν δύο ολόκληρες μέρες για να συγκεντρωθεί ο στόλος στα ανοικτά.
Τα 65 γαλεόνια της δύναμης του διέθεταν πάνω τους ψηλά ξύλινα «κάστρα», δίνοντας στην Αρμάδα την εντύπωση ενός γιγαντιαίου πλωτού φρουρίου.
Τα 65 γαλεόνια της δύναμης του διέθεταν πάνω τους ψηλά ξύλινα «κάστρα», δίνοντας στην Αρμάδα την εντύπωση ενός γιγαντιαίου πλωτού φρουρίου.
Βρίσκονταν εκεί η βασιλική μοίρα της Πορτογαλίας, η μοίρα της Καστίλης, οι μοίρες της Ανδαλουσίας, της Vizcaya, της Gipuzkoa και του Levante, περισσότερα από 130 πλοία που έφεραν στα καταστρώματά τους 30.000 πολεμιστές και 2.431 πυροβόλα.
Φεύγοντας από το Κάδιθ με προορισμό το Αμβούργο ένα μικρό γερμανικό εμπορικό καράβι με πλοίαρχο τον Χάνς Λίμπουργκερ έγινε ο πρώτος μη-Ισπανός μάρτυρας για την ύπαρξη της μεγάλης Αρμάδας, αν και ολόκληρη η Ευρώπη βοούσε επί αρκετούς μήνες για τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Φιλίππου.
Μια ολόκληρη ημέρα το σκάφος του Λίμπουργκερ προσπαθούσε να προσπεράσει τον ισπανικό στόλο για να συνεχίσει την πορεία του, αντικρίζοντας με δέος το τεράστιο «δάσος» πανιών που σχημάτιζαν τα πανύψηλα γαλεόνια, οι γαλέρες με τα αμέτρητα κουπιά, οι μεγαλύτερες ιστιοφόρες γαλέρες, τα άκομψα μεταφορικά «urcas» και τα ευκίνητα αναγνωριστικά «pataches» και «zabras» που αποτελούσαν τα «μάτια» του στόλου.
Μια εβδομάδα αργότερα ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο υποχρέωσε τον Λίμπουργκερ να «πιάσει» στο λιμάνι του Πλύμουθ και να υποβληθεί σε ερωτήσεις για όσα είδε στο ταξίδι του. Με αυτόν τον τρόπο οι Άγγλοι έλαβαν τις πρώτες ακριβείς πληροφορίες για την σύνθεση και τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων και μπόρεσαν να ξεδιαλύνουν τις ομιχλώδεις φήμες.
Επιτέλους μετά από τόσους μήνες αβεβαιότητας τα γεγονότα είχαν αποσαφηνιστεί: η Αρμάδα βρισκόταν καθοδόν προς την Αγγλία
Τα δυσάρεστα νέα δεν θα μπορούσαν να αποκρυβούν για πολύ από τον αγγλικό λαό, που άκουγε με ανησυχία τις μακάβριες προφητείες οι οποίες κυκλοφορούσαν και πολλαπλασιάζονταν.
«Οι Ισπανοί έρχονται, έλεγαν οι κραυγές, με φορτία σχοινιών στα καράβια τους για να κρεμάσουν όλους τους Άγγλους, με φραγγέλια για να μαστιγώσουν τις γυναίκες και με 4.000 καλόγριες για να περιθάλψουν τα ορφανά του πολέμου».
Σύμφωνα με μια φήμη «όλα τα παιδιά μεταξύ 7 και 12 ετών θα σφραγίζονταν στο πρόσωπο με πυρωμένο σίδερο», ενώ όπως διακήρυσσε μια άλλη «όλος ο πληθυσμός μεταξύ 7 και 10 ετών θα κατακρεουργείτο».
Το κύμα του τρόμου που είχε συνεπάρει τις μεσαιωνικές λαϊκές μάζες ήταν φυσικό.
Οι τρομαγμένοι Άγγλοι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τις ελλείψεις και τις αδυναμίες της Αρμάδας, τόσο από πλευράς σχεδιασμού, όσο και από πλευράς εξοπλισμού.
Φαινομενικά το ισπανικό σχέδιο επιχειρήσεων ήταν απλό: ο φοβερός στόλος θα εισερχόταν δυναμικά στη Μάγχη και να ενωθεί με τις χερσαίες δυνάμεις του 42χρονου δούκα της Πάρμα, του πιο λαμπρού στρατηγού της Ισπανίας.
Ο πολύγλωσσος στρατός του τελευταίου, σφυρηλατημένος στη φωτιά της μάχης έπειτα από αρκετά χρόνια δράσης στις Κάτω Χώρες, θα περίμενε στις ακτές της Φλάνδρας την άφιξη της Αρμάδας, η οποία θα τον έθετε υπό την προστασία της ώστε να μπορέσει να αποβιβαστεί στην Αγγλία, στις εκβολές του ποταμού Τάμεση.
Έπειτα από την επιτυχία του αποβατικού σκέλους ο δούκας της Πάρμα θα ενισχυόταν με άνδρες από τα πλοία και θα άρχιζε την πορεία του προς το Λονδίνο, όπου τίποτε δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί.
Τα απλά σχέδια όμως δεν είναι πανάκεια για την εξάλειψη των σφαλμάτων. Ο ανθρώπινος παράγοντας, οι επικοινωνίες, ο καιρός και οι μεταβολές της τύχης, μπορούν να καταστρέψουν ακόμα και τον καλύτερο επιτελικό σχεδιασμό, όταν ο τελευταίος αποφεύγει να λάβει υπόψη του τους αστάθμητους παράγοντες.
Η επιχείρηση που άρχιζε ο Φίλιππος ήταν για την εποχή της τόσο πολύπλοκη όσο και η εισβολή των Συμμάχων στη Νορμανδία το 1944, αλλά σε αντίθεση με τη δεύτερη (της οποίας είχαν προηγηθεί πολύμηνες συναντήσεις και συνεννοήσεις μεταξύ των κύριων διοικητών) ο επικεφαλής της Αρμάδας, δούκας Σιντόνια, δεν είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του τον συνεργάτη του, δούκα της Πάρμα!
Στο τέλος του Ιουνίου ο Φίλιππος έλαβε μια ανησυχητική επιστολή από τον Σιντόνια, ο οποίος διαπίστωνε σοβαρά κενά στην προετοιμασία της ναυτικής δύναμης του με την κρυφή ελπίδα πως ίσως την ύστατη στιγμή ακυρωνόταν η επιχείρηση: «Είμαι υποχρεωμένος να σας εξομολογηθώ ότι μπορώ να διακρίνω ελάχιστους, αν όχι κανέναν, από όσους βρίσκονται στην Αρμάδα που να έχει οποιαδήποτε γνώση ή ικανότητα να φέρει σε πέρας την αποστολή που του έχει ανατεθεί.
Έχω ερευνήσει και ζυγίσει αυτή μου τη διαπίστωση πολύ προσεκτικά και η Μεγαλειότητά σας μπορεί να με πιστέψει όταν σας διαβεβαιώνω ότι είμαστε πολύ αδύνατοι».
Το μήνυμα είχε αποσταλεί με αγγελιαφόρο από την Κορούνια, όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο η Αρμάδα για να γλιτώσει από την καταιγίδα που μαινόταν στον βορειοανατολικό Ατλαντικό και την οποία είχε συναντήσει αμέσως μόλις πέρασε το ακρωτήριο Finistere.
Σχεδόν 40 από τα πλοία του Σιντόνια με 6.000 άνδρες πάνω τους είχαν καθυστερήσει να κινηθούν προς το μεγάλο λιμάνι και είχαν βρει τη σωτηρία σε άλλα σημεία της ισπανικής ακτής, έχοντας υποστεί μεγάλα ρήγματα με αποτέλεσμα εισροή νερού.
Ο Ισπανός διοικητής είχε βρεθεί αντιμέτωπος με την κακοτυχία από τη στιγμή του απόπλου όταν διαπιστώθηκε ότι αρκετά από τα τρόφιμα που βρίσκονταν στα αμπάρια των πλοίων είχαν σαπίσει και μέρος από το πόσιμο νερό ήταν ακατάλληλο, κάνοντας ανθρώπους και ζώα πάνω στα πλοία να υποφέρουν από δίψα.
Ακόμα και η ναυτική ικανότητα των κυβερνητών και των πλοηγών είχε δημιουργήσει κρίσιμα ερωτηματικά, όταν μετά την πρώτη εβδομάδα η Αρμάδα ανακάλυψε πως είχε παρασυρθεί από τους ισχυρούς ανέμους σε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε προγραμματίσει και βρισκόταν 160 χιλιόμετρα νότια από τη Λισσαβόνα!
Η έκτατη στάση στην Κορούνια επέτρεψε στους άνδρες του Σιντόνια να εφοδιαστούν με φρέσκο νερό και στους ασθενείς να αναρρώσουν ταχύτερα.
Η απάντηση του Φιλίππου έφθασε στον δούκα στις 5 Ιουλίου και τον παρότρυνε να προχωρήσει στο σχέδιο και να εκπληρώσει την αποστολή του.
Σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη και με τα έμπειρα, σκληραγωγημένα στρατεύματα της Ισπανίας, που θεωρούντο «το καλύτερο πεζικό του κόσμου», οι Άγγλοι φάνταζαν εκείνη την περίοδο ως οι χειρότεροι ερασιτέχνες του χερσαίου πολέμου.
Δεν διέθεταν καν μόνιμο στρατό, ενώ μπόρεσαν να κινητοποιήσουν βιαστικά μια ανεκπαίδευτη και ανεπαρκή πολιτοφυλακή για την κρίση που ξέσπασε στις αρχές της δεκαετίας του 1580.
Παρά τις βελτιώσεις που είχαν επέλθει ως το 1588 και τον σχηματισμό αρκετών μικρών ευέλικτων στρατιωτικών μονάδων, είναι βέβαιο πως αν η Αρμάδα κατόρθωνε να αποβιβάσει τους άνδρες της οι Άγγλοι θα δυσκολεύονταν πολύ να τους αποκρούσουν.
Οι παραπλανητικές προτάσεις ειρήνης που ήλθαν στο νησί από τον δούκα της Πάρμα αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό από τους έμπειρους πλοιάρχους, η Ελισάβετ όμως επέμενε να αποστείλει στη Φλάνδρα τον σερ Τζέημς Κρόφτ για τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις, ελπίζοντας να αποφύγει τα τεράστια έξοδα μιας ναυτικής κινητοποίησης.
Οι σύμβουλοι της βασίλισσας εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν με θέρμη πως «η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα» και ο σερ Φράνσις Ντρέηκ έφθασε στο σημείο να προτείνει μια προληπτική επιδρομή στην Ισπανία για την καταστροφή της Αρμάδας πριν αυτή αποπλεύσει.
Η πρόταση λίγο έλειψε να γίνει πραγματικότητα. Ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή από μια αναποδιά του καιρού.
Αν και στις υπηρεσίες της Ελισάβετ υπήρχαν δοκιμασμένοι θαλασσόλυκοι όπως ο Ντρέηκ, ο Χώκινς, ο Φρόμπισερ και ο Φένερ, η αρχηγία του αγγλικού στόλου βρισκόταν στα χέρια του ναυάρχου Χάουαρντ, λόρδου του Έφινγκχαμ, επειδή εκείνη την εποχή «τα ανώτερα αξιώματα και η ανώτερη καταγωγή πήγαιναν χέρι με χέρι».
Από το 1580, οπότε ο Τζιν Χώκινς ανέλαβε το έργο της συντήρησης των βασιλικών πλοίων, μια σειρά από αθόρυβες αλλά ριζοσπαστικές αλλαγές είχε λάβει χώρα στο αγγλικό ναυτικό, δίνοντας του τα σκήπτρα της πρώτης παγκόσμιας θαλάσσιας δύναμης-που τα κράτησε μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.
Η ιδέα του πολεμικού πλοίου ως ενός πλωτού κάστρου με πύργους στην πρύμνη και την πλώρη φαινόταν ξεπερασμένη στους έμπειρους Άγγλους ναυτικούς, που στήριζαν πολλά στην ανάπτυξη των νέων πυροβόλων μεγάλου βεληνεκούς.
Απελευθερωμένοι από την παραδοσιακή αντίληψη της ναυμαχίας με γάντζους και «ρεσάλτα»,που είχε μείνει στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων και Περσών, οι Άγγλοι μπορούσαν υπό την αιγίδα του Χώκινς να ναυπηγήσουν μια νέα γενιά σκαφών χωρίς πύργους, με μακρύ κύτος, χαμηλό κέντρο βάρους και καλύτερα πανιά.
Επρόκειτο για σκάφη πολύ ταχύτερα και κομψότερα από τα ισπανικά γαλεόνια.
Τα πυροβόλα τους ήταν επίσης βαρύτερα και πολύ πιο αξιόπιστα. Ακόμα και οι Ισπανοί είχαν επίγνωση της αγγλικής πρωτοπορίας στην κατασκευή βαρέων πυροβόλων και δεν έχαναν καμιά ευκαιρία να προμηθευτούν τέτοια με κάθε κόστος.
Ο εκσυγχρονισμένος πυρήνας του αγγλικού στόλου όμως το 1588 ήταν εξαιρετικά μικρός, αποτελούμενος από 24 μόλις πολεμικά πλοία.
Καθώς η ισπανική απειλή διαγραφόταν καθαρότερα στον ορίζοντα, αρκετά εμπορικά πλοία πύκνωσαν εθελοντικά τις τάξεις των αμυνομένων, ανεβάζοντας τον αριθμό στα 135 σκάφη-μερικά από τα οποία είχαν ναυπηγηθεί την εποχή του Ερρίκου Η’.
Οι συνθήκες υγιεινής στα πλοία αυτά ήταν από μέτριες ως ανύπαρκτες και οι ασθένειες ήταν μόνιμη απειλή για τα συνωστισμένα πληρώματα. Υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες υγιέστατοι νεοσύλλεκτοι επιβιβάζονταν στα πλοία και πέθαιναν σε 24 ώρες από τους φοβερούς πυρετούς που μάστιζαν τη ζωή των ναυτικών. Ήταν ένας κίνδυνος τον οποίο ο Χάουαρντ υπολόγιζε σοβαρά: «Το έλεος του Θεού ας μας φυλάξει από τις ασθένειες γιατί φοβόμαστε ότι αυτές μπορούν να μας προξενήσουν μεγαλύτερο κακό από ότι οι Ισπανοί».
Στις 17 Ιουλίου μια αναπάντεχη αλλαγή του καιρού έφερε πάλι στο προσκήνιο τις γνώμες του Ντρέικ και των άλλων επιθετικών πλοιάρχων του αγγλικού στόλου, που επιθυμούσαν να κινηθούν προς την Ισπανία αντί να περιμένουν παθητικά την εμφάνιση του εχθρού. Ο άνεμος φυσούσε πλέον από τον Βορρά και ευνοούσε τον πλου προς τις ισπανικές ακτές.
Για 36 ώρες τα αγγλικά πλοία έσχιζαν με ταχύτητα τα κύματα του Βισκαϊκού κόλπου κινούμενα προς την Κορούνια, αλλά τότε, όταν απείχαν μόλις 150 χιλιόμετρα από το λιμάνι, ο ούριος βόρειος άνεμος εξασθένησε και προοδευτικά σταμάτησε, ακολουθούμενος από έναν ισχυρό νοτιοδυτικό άνεμο.
Απέναντι σε ένα τέτοιο καιρικό φαινόμενο οι Άγγλοι ναυτικοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να μαζέψουν τα περισσότερα από τα πανιά τους και να επιστρέψουν στο Πλύμουθ.
Ήταν ένας αντίθετος άνεμος για όποιον ήθελε να πάει στην Ισπανία, αλλά για την Αρμάδα (που είχε αναπαυθεί και ανασυγκροτηθεί) ήταν ένας θεόσταλτος άνεμος για το ταξίδι προς την Αγγλία. Η επιβλητική δύναμη του Σιντόνια άφησε την Κορούνια τρεις μέρες μετά την αλλαγή πορείας που αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν οι Άγγλοι.
Τα ισπανικά πληρώματα, αφού μετάλαβαν από τους 180 ιερείς που συνόδευαν την Αρμάδα, κατηύθυναν τα πλοία τους για μια ακόμη φορά στον ωκεανό. Ναυαρχίδα του Σιντόνια ήταν το πολεμικό «San Martin», που μετέφερε στον πρόσθιο ιστό του το βασιλικό έμβλημα και τη λευκή-κόκκινη σημαία της ισπανικής αυτοκρατορίας.
Πάνω στον κύριο ιστό κυμάτιζε περήφανα το έμβλημα της ίδιας της Αρμάδας, που είχε φιλοτεχνηθεί και καθαγιαστεί στον καθεδρικό ναό της Λισσαβόνας και είχε παραδοθεί στον δούκα έναν μήνα πριν από τον απόπλου του.
Η μεγάλη σημαία έφερε μια παράσταση του Εσταυρωμένου μεταξύ της Παναγίας και της Μαρίας Μαγδαληνής, μαζί με την προτροπή: «Σήκω Κύριέ μας και εκδικήσου για τον ιερό σκοπό». Ολόκληρη η Αρμάδα θα πρέπει να παρουσίαζε ένα πολύχρωμο φανταχτερό θέαμα, καθώς εκτός από τις αυτοκρατορικές σημαίες και τους πορφυρούς σταυρούς που κοσμούσαν πολλά πανιά οι ιστοί των κυριότερων πλοίων έφεραν και τα ποικίλα λάβαρα των 150 ευγενών που συμμετείχαν στην εκστρατεία.
Σύμφωνα με τις ρητές εντολές του βασιλιά, που είχαν διαβιβαστεί σε όλη την Αρμάδα, απαγορεύονταν αυστηρά σε αυτή την ιερή αποστολή οι βλασφημίες, τα τυχερά παιχνίδια, οι προσωπικές αντιδικίες, οι μονομαχίες και οι επαφές με γυναίκες.
Ακολουθώντας το «San Martin» και προσέχοντας να μην το προσπεράσουν (αργότερα κάτω από το άγχος της μάχης ο κυβερνήτης δον Κριστομπάλ ντε Άβιλα παρέβη τον κανόνα και απαγχονίστηκε λόγο απειθαρχίας), τα πλοία της Αρμάδας έπλεαν προς την Αγγλία με μικρή ταχύτητα ώστε να μπορούν να ακολουθήσουν ακόμα και τα πιο βραδυκίνητα μεταγωγικά.
Οι φόβοι του Σιντόνια γι’αυτόν «τον ρυθμό σαλιγκαριού» επαληθεύτηκαν στις 26 Ιουλίου, όταν ο καιρός άρχισε πάλι να αλλάζει με την εμφάνιση υψηλών κυμάτων και τον άνεμο να μεταβάλλεται σε δυτικό-βορειοδυτικό.
Την επόμενη μέρα η ένταση των ανέμων αυξήθηκε και η επιφάνεια του ωκεανού έγινε πιο ταραγμένη, σε τέτοιο βαθμό ώστε τα μεσάνυχτα μεγάλο μέρος της γαλέρας «San Christobal» αποκόπηκε από τα κύματα και ο σχηματισμός των ισπανικών πλοίων άρχισε να χάνει την συνοχή του. Ως το ξημέρωμα ο Σιντόνια είχε χάσει τον έλεγχο 40 πλοίων του, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν οι τρεις εναπομείνασες γαλέρες και η ναυαρχίδα της μοίρας του Βισκαϊκού «Santa Anna», που αναζήτησε καταφύγιο στη Χάβρη.
Με την πρώτη ύφεση της κακοκαιρίας μερικά από τα ελαφρότερα πλοία στάλθηκαν να αναζητήσουν τα χαμένα πολεμικά και επέστρεψαν αναφέροντας πως τα περισσότερα από τα διασκορπισμένα σκάφη βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ναυάρχου δον Πέδρο ντε Βαλντές στην περιοχή του Λίζαρντ (Πλύμουθ).
Δυστυχώς για τους Ισπανούς η συγκέντρωση των αποκομμένων πλοίων δεν ξέφυγε από την προσοχή του Σκωτσέζου πλοιάρχου Τόμας Φλέμινγκ, ο οποίος πιστεύοντας ότι είχε αντικρίσει τον κύριο όγκο της Αρμάδας έσπευσε πίσω στο Πλύμουθ για να δώσει το σήμα του συναγερμού.
Ο ταραγμένος Φλέμινγκ βρήκε τους κορυφαίους Άγγλους ναυάρχους να παίζουν μια παρτίδα γκολφ στο Μπόουλιν Γκρήν του Πλύμουθ και τους περιέγραψε αυτά που είχε δει παροτρύνοντάς τους να αντιδράσουν άμεσα, καθώς ο φοβερός κίνδυνος πλησίαζε.
Στο άκουσμα της αναφοράς οι Άγγλοι πλοίαρχοι αναστατώθηκαν και ετοιμάστηκαν να σπεύσουν προς το λιμάνι για να αναλάβουν την διοίκηση των πολεμικών τους, αλλά τους σταμάτησε η ψύχραιμη φωνή του Ντρέηκ που επέμενε ότι «υπήρχε αρκετός χρόνος να τελειώσουν την παρτίδα γκολφ και να νικήσουν έπειτα και τους Ισπανούς».
Το καλύτερο και γενναιότερο ίσως παιχνίδι γκολφ που έχει γίνει ποτέ συνεχίστηκε σαν να μην συνέβαινε τίποτα και τόσο ο Ντρέηκ, όσο και οι φίλοι του έπαιξαν με ψυχραιμία και μεθοδικό υπολογισμό, όπως θα έκαναν αργότερα και με τα πυροβόλα τους εναντίον του εχθρού.
Αυτή η επίδειξη αυτοπεποίθησης ήταν από μόνη της αρκετή για να φανερώσει ποια θα ήταν η νικήτρια πλευρά στην επερχόμενη αναμέτρηση. Ο πρώιμος εντοπισμός από τον εχθρό ήταν καθαρή ατυχία για τους Ισπανούς, αλλά σύντομα θα ακολουθούσαν μεγαλύτερες.
Τη στιγμή που ο Φλέμινγκ ειδοποιούσε τους συμπατριώτες του για την έλευση των εισβολέων, η ακτή της Κορνουάλης παρουσιάστηκε στην Αρμάδα σαν μια σκούρα γραμμή στον Βορρά. Ο ενθουσιασμός των Ισπανών ήταν μεγάλος και αφού το ιερό λάβαρο αναρτήθηκε στον κύριο ιστό του «San Martin», μια ομοβροντία κανονιοβολισμών αντιλάλησε στη γκρίζα θάλασσα και όλο το πλήρωμα της ναυαρχίδας γονάτισε ευλαβικά για να ευχαριστήσει τη Θεία Πρόνοια και να ορκιστεί για τη νίκη.
Η επόμενη κίνηση της Αρμάδας θα ήταν να πλεύσει προς τη νήσο Γουάιτ, όπου θα περίμενε νέα για την ετοιμότητα του δούκα της Πάρμα.
Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο τα ισπανικά πλοία άρχισαν να πλέουν αργά κατά μήκος της ακτής του Κόρνις, πέρασαν το Φάλμουθ και συνέχισαν ανατολικά με ταχύτητα που δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε αυτή ενός πεζού. Ταυτόχρονα οι Άγγλοι παρατηρητές που βρίσκονταν στις ακτές άναβαν φωτιές σε συγκεκριμένα σημεία, στέλνοντας με σήματα καπνού το μήνυμα στις δυνάμεις του εσωτερικού πως ο εχθρός είχε φανεί.
Η Αρμάδα έπλεε σε σχηματισμό σφήνας με την κύρια δύναμή της στην κορυφή και αρκετά γαλεόνια στις δυο πλευρές, ενώ είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μπορεί να πολεμήσει ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα, αφού αναμενόταν η εμφάνιση των πλοίων του Ντρέηκ πίσω της.
Σκοπός των Ισπανών διοικητών ήταν να διεξάγουν μια κλασική ναυμαχία από μικρές αποστάσεις, «αρπάζοντας» τα εχθρικά πλοία ώστε να μπορέσουν να επιβιβαστούν τα στρατεύματά τους για να αποτελειώσουν τον αντίπαλο. Η χρήση των πυροβόλων από μεγάλη απόσταση θεωρείτο από τους στρατιωτικούς του Φιλίππου πράξη ανανδρίας και οπωσδήποτε «μη ιπποτική συμπεριφορά».
Η παράδοξη αντίληψη περί μιας «χερσαίας» μάχης πάνω στη θάλασσα φανερωνόταν και από την αναλογία 2:1 μεταξύ των πεζών και των ναυτών που υπήρχαν στην Αρμάδα, το αντίθετο ακριβώς από ότι ίσχυε για τα αγγλικά πλοία.
Ο αντίπαλος στόλος εμφανίστηκε τελικά, αλλά με έναν τρόπο που κατέπληξε τους Ισπανούς: αντί να πλέουν σε έναν παρόμοιο σχηματισμό πεζικού οι Άγγλοι έπλεαν σε γραμμή παραγωγής, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά τις νέες τακτικές τους.
Καθώς η μακρά φάλαγγα των πλοίων πλησίασε περισσότερο, καθένα με τη σειρά του έριξε μια ομοβροντία με τα πλευρικά πυροβόλα του και έπειτα έστρεψε απομακρυνόμενο από τους Ισπανούς για να επανέλθει αργότερα στην «κυκλική» διαδικασία.
Ήταν φανερό πως η μαζική επίθεση που περίμεναν οι Ισπανοί δεν θα γινόταν ποτέ και οι δύο δυνάμεις δεν θα συγκρούονταν τελικά κατά μέτωπο. Τα ανάλαφρα αγγλικά πλοία απλώς κτυπούσαν και έφευγαν. Οι Ισπανοί ανακάλυπταν με τρόμο πως η τεχνική του ναυτικού πολέμου είχε εξελιχθεί στο μεταξύ από τους Άγγλους πολύ και με δραματικό τρόπο.
Πρέπει να ένοιωσαν όπως τα στρατεύματα του ιππικού όταν αντιμετώπισαν τα τεθωρακισμένα στα πεδία μάχης του 20ου αιώνα. Ξαφνικά οι μέχρι τότε επιτυχημένες τακτικές του ισπανικού ναυτικού αποδεικνύονταν απαρχαιωμένες και άχρηστες. Τα γαλεόνια δεν μπορούσαν πια να θριαμβεύσουν όπως στην Ναύπακτο, δένοντας με τις άρπαγες τους τα εχθρικά πλοία και ξεχύνοντας πεζικάριους πάνω στα καταστρώματά τους.
Τα ευέλικτα σκάφη και τα πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς που διέθεταν οι Άγγλοι, δεν επέτρεψαν σε καμιά από τις εννιά μέρες που διήρκεσε η ναυμαχία στους Ισπανούς να πλησιάσουν τόσο ώστε να εξαπολύσουν τους γάντζους τους.
Μέσα στη σύγχυση της μάχης το πλοίο του Πέδρο ντε Βαλντές «Nuestra Senora del Rosario» έσπευσε να παράσχει βοήθεια στο άσχημα κτυπημένο «San Juan»,αλλά συγκρούστηκε με ένα άλλο ανδαλουσιανό σκάφος.
Οι ζημιές που υπέστη το πλοίο του Βάλντες το κατέστησαν δύσκολο στον χειρισμό, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί πάλι λίγο αργότερα σπάζοντας το πηδάλιό του και προκαλώντας σοβαρή βλάβη στον μηχανισμό που χρησίμευε για το ανέβασμα και το κατέβασμα των πανιών.
πριν ακόμα ο δούκας προλάβει να ασχοληθεί με τα απανωτά ατυχήματα του «Nuestra Senora del Rosario» μια εκκωφαντική έκρηξη αντιλάλησε σε όλον τον σχηματισμό της Αρμάδας.
Είχε προκληθεί από κάποιον σπινθήρα στην πυριτιδαποθήκη του «San Salvador», ενός από τα μεγαλύτερα γαλεόνια που μετέφερε το ταμείο της Αρμάδας.
Στρέφοντας το «San Martin» προς το «San Salvador» ο Σιντόνια κατάφερε να σβήσει την πυρκαγιά και να ρυμουλκήσει το πλοίο με το πολύτιμο φορτίο του μακριά από τους καραδοκούντες Άγγλους-που περίμεναν με αισιοδοξία την επόμενη αναμέτρηση.
Το πρωί της 1ης Αυγούστου οι Ισπανοί είχαν προχωρήσει ήδη ως το Μπέρυ Χέντ με τη ναυαρχίδα του Χάουαρντ να τους παρακολουθεί σε απόσταση βολής. Μια δεύτερη αναμέτρηση ήταν φυσικό να συμβεί από ώρα σε ώρα καθώς η Αρμάδα πλησίαζε προς το σημείο όπου ανέμενε ο δούκας της Πάρμα.
Η ναυμαχία στο Πόρτλαντ Μπιλ στις 2 Αυγούστου 1588 διήρκησε 12 ολόκληρες ώρες. Αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποφασιστική, ήταν σίγουρα η πιο θορυβώδης που είχε γίνει ποτέ, με τους κανονιοβολισμούς να αντιλαλούν ασταμάτητα.
Οι Άγγλοι συνέχισαν την παρελκυστική τακτική τους φροντίζοντας να μένουν πάντα σε πλεονεκτική θέση για να υπερασπίσουν τις ακτές τους και δίδοντας σκληρά μαθήματα στην Αρμάδα όποτε παρουσιαζόταν η ευκαιρία.
Στις 6 Αυγούστου απέτρεψαν τους Ισπανούς να σταματήσουν κοντά στη νήσο Γουάιτ έπειτα από μια πεντάωρη ναυμαχία, ωθώντας τον Σιντόνια να αναζητήσει ένα καταφύγιο στη γαλλική ακτή για να περιμένει την απάντηση του Πάρμα στους αγγελιαφόρους που είχαν σταλεί να τον ειδοποιήσουν.
Η στάση στο Καλέ έμοιαζε με θεόσταλτο δώρο για τους Ισπανούς, που είχαν έτσι την ευκαιρία να αναπαυθούν έπειτα από εβδομάδες άβολου ταξιδιού πάνω στα πλοία. Την ασέληνη νύχτα της 7ης Αυγούστου οι άνδρες που είχαν βάρδια πάνω στα παρατηρητήρια των ισπανικών καραβιών συνέχιζαν να βλέπουν το σύνηθες θέαμα της αναδιάταξης των αγγλικών πλοίων στο βάθος του ορίζοντα, όταν ξαφνικά διέκριναν λίγες αμυδρές λάμψεις ανάμεσα στους σκούρους όγκους του εχθρικού στόλου.
Αμέσως μετά οι λάμψεις έγιναν ζωηρές φωτιές και οι Ισπανοί δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν πως βρίσκονταν αντιμέτωποι με τον χειρότερο αντίπαλο των ναυτικών εκείνη την εποχή. Οκτώ πυρπολικά των Άγγλων κινούντο ολοταχώς προς την ακινητοποιημένη Αρμάδα θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την ασφάλεια των πλοίων της.
Ο πανικός που επικράτησε ήταν απερίγραπτος. Λίγα ήταν τα ισπανικά πλοία που πρόλαβαν να τραβήξουν τις άγκυρές τους για να διαφύγουν στα ανοικτά, αφού τα περισσότερα πληρώματα προτίμησαν να κόψουν τα σχοινιά εγκαταλείποντας τις άγκυρες στον βυθό του Καλέ. Το αποτέλεσμα που έφερε η δράση των πυρπολικών δεν δικαιολογούσε σίγουρα τέτοια φρενίτιδα, αλλά και μόνο ο εξαναγκασμός της Αρμάδας να εγκαταλείψει το λιμάνι της ήταν σπουδαία τακτική επιτυχία για τους Άγγλους.
Μόνη απώλεια των Ισπανών ήταν η μεγάλη γαλέρα «San Lorenzo» του δον Ούγκο ντε Μονκάντα, η οποία πάνω στη βιασύνη της να διαφύγει συγκρούστηκε με άλλα πλοία και βγήκε ακυβέρνητη στα αβαθή, παρά τις προσπάθειες των 400 σκλάβων που κωπηλατούσαν σε αυτή.
ΓΚΡΑΒΕΛΙΝ
Καθώς το ξημέρωμα φώτιζε καλύτερα τη θαλάσσια περιοχή στα ανοικτά του Καλέ, το πλοίο «Revenge» του σερ Φράνσις Ντρέηκ έριξε την πρώτη ομοβροντία της καινούργιας μάχης. Άδειασε πάνω στο επιβλητικό «San Martin» τα κανόνια της δεξιάς πλευράς του, πριν σπεύσει να απομακρυνθεί βορειοανατολικά αφήνοντας πίσω του τους Ισπανούς να προσπαθούν να οργανωθούν καλύτερα σε βαθιά νερά.
Αυτή η πρώτη σύγκρουση των πλοίων του Ντρέηκ με τους Ισπανούς στις 8 Αυγούστου γρήγορα εξελίχθηκε σε ναυμαχία καθώς οι μοίρες του Χώκινς και του Φόρμπισερ κατέφθασαν προσθέτοντας τις δικές τους βολές από πολύ μικρές αποστάσεις, σχεδόν εξ επαφής.
Ο αγώνας των δύο βραδυκίνητων στόλων ήταν σκληρός και θύμιζε περισσότερο τη θανάσιμη πάλη δεινοσαύρων. Είναι σίγουρο πως αν τα ναυτικά πυροβόλα δεν βρίσκονταν το 1588 σε εμβρυϊκό ακόμα στάδιο, η ανταλλαγή πυρών από τέτοια απόσταση θα είχε σημάνει την πλήρη καταστροφή των αντιπάλων πλοίων.
Αν και οι Ισπανοί δέχτηκαν σοβαρά πλήγματα ο Σιντόνια άντεξε τη δοκιμασία με γενναιότητα, παρέχοντας έτσι την αναγκαία πίστωση χρόνου στην υπόλοιπη Αρμάδα να ανασυγκροτηθεί έπειτα από τη βιαστική νυκτερινή φυγή της. Οι Άγγλοι είχαν για μια ακόμη φορά αργήσει να εκμεταλλευθούν την προσωρινή σύγχυση των Ισπανών και είχαν επιτρέψει στους τελευταίους να οργανώσουν πάλι τους σχηματισμούς μάχης τους αναζητώντας προστασία στην ομάδα.
Το πυρ παρέμενε αδιάκοπο και ο καπνός από τις εκατοντάδες των πυροβόλων κάλυπτε κατά διαστήματα ολοκληρωτικά τους δύο στόλους. Η καταστροφή που υφίσταντο οι Ισπανοί από την ανώτερη ταχυβολία των Άγγλων ήταν σημαντική και τα καταστρώματα των πολεμικών πλοίων είχαν βουτηχτεί στο αίμα.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης ναυμαχίας της Γκραβελίν, έξω από την παραλιακή περιοχή του Καλέ και της Δουνκέρκης, η Αρμάδα αντιστάθηκε επίμονα στον πειρασμό να περάσει στην αντεπίθεση και αρκέστηκε να υπομένει το αγγλικό σφυροκόπημα προσέχοντας να μη διαταράξει τους σχηματισμούς της, που της έδιναν άλλωστε την κυριότερη ελπίδα επιβίωσης.
Η παθητική τακτική του Σιντόνια ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτή από τους πιο θερμόαιμους Ισπανούς και υπήρχαν ηγέτες όπως ο Ντιέγο Φλόρες ντε Βαλντές που συμβούλευαν επίμονα τον αρχηγό να αναλάβει επιθετική πρωτοβουλία, εκτοξεύοντας εναντίον του ακόμα και προσβλητικά λόγια.
Ο δούκας όμως δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει περισσότερο, προτιμώντας να δώσει την αποφασιστική μάχη αργότερα σε χώρο της δικής του επιλογής παρά στη Γκραβελίν. Ως αποτέλεσμα οι ζημιές που θα μπορούσε να έχει υποστεί η Αρμάδα αν αποτολμούσε ανοικτή επίθεση αποφεύχθηκαν και ο λόρδος Χάουαρντ παραδέχτηκε ότι ο εχθρικός στόλος έδειχνε ακόμα «υπέροχα μεγάλος και δυνατός».
Οι προσπάθειες των τολμηρών Άγγλων πλοιάρχων όπως οι Φέντον, Σάουθγουελ, Μπάρτον, Κρος και Ρέηνορ, επικεντρώνονταν στην εξουδετέρωση απομονωμένων πλοίων που ξέφευγαν από την Αρμάδα λόγω αβαρίας. Δύο από τα θύματά τους ήταν τα μεγάλα πορτογαλικά γαλεόνια «San Felipe» και «San Mateo» του δον Ντιέγο Πιμεντέλ, που δέχτηκε όχι λιγότερες από 350 μπάλες κανονιών!
Βλέποντας τα ανήμπορα θύματά τους να αργοσέρνονται τα αγγλικά πολεμικά πλησίασαν και άνοιξαν πυρ από πολύ κοντά, αναγκάζοντας τους πανικόβλητους Ισπανούς ναύτες να πηδήξουν στη θάλασσα για να γλιτώσουν τη σφαγή.
Ένας από τους Ισπανούς ιερείς που βρισκόταν σε ένα πλοίο πλάι στο « San Felipe» περιέγραψε με φρίκη: «Βρεθήκαμε εκείνη την ημέρα σε τόσο δυσχερή θέση ώστε ήταν θαύμα θεού που γλιτώσαμε. Τα πλοία μας ήταν τόσο διασκορπισμένα ώστε δεν μπορούσαν να βοηθήσουν το ένα το άλλο. Τα εχθρικά γαλεόνια συγκεντρώθηκαν και ήλθαν εναντίον μας σε τέτοιους αριθμούς ώστε δεν μας έδωσαν ούτε χρόνο να ανασάνουμε».
Το πλοίο «Maria Juan» (με 24 κανόνια) βυθίστηκε και αυτό συμπαρασύροντας μαζί 190 από τους 270 άνδρες του πληρώματός του. Ήταν μια μάχη απίστευτης σύγχυσης και αίματος. Κάποια στιγμή ένα ισπανικό πλοίο θεάθηκε να απομακρύνεται ενώ έτρεχε αίμα από τις πλευρικές θυρίδες του.
Οι πυροβολητές είχαν κομματιαστεί δίπλα στα όπλα τους. Ένας ηλικιωμένος ναυτικός πάνω στο πλοίο του Ντρέηκ είδε το κρεβάτι του να διαλύεται από μια οβίδα τη στιγμή που είχε κατακλιθεί για να ανακτήσει τις δυνάμεις του έπειτα από αρκετές ώρες δράσης.
Πάνω σε ένα άλλο αγγλικό πλοίο μια μπάλα κανονιού πέρασε μέσα από την καμπίνα όπου δειπνούσαν ο κόμης του Νορθάμπερλαντ και ένας φίλος του και αφού άφησε άθικτους τους δύο άνδρες, σκότωσε δύο άλλους ναυτικούς που στέκονταν λίγο μακρύτερα.
Αργά το απόγευμα οι Άγγλοι βρίσκονταν πολύ κοντά σε μια θεαματική νίκη, καθώς η Αρμάδα έδειχνε σημεία κόπωσης και χαλάρωσης. Όμως ένα αναπάντεχο μπουρίνι κάλυψε τους δύο στόλους για 15 περίπου λεπτά, δίδοντας την ευκαιρία στους Ισπανούς να αναδιαταχθούν. Είχαν χάσει όμως 600 άνδρες εκείνη την ημέρα και τουλάχιστον άλλοι 800 είχαν τραυματιστεί, χωρίς να υπολογίζονται οι αιχμάλωτοι.
Από την αγγλική πλευρά οι απώλειες ήταν ελάχιστες. Ο πλοίαρχος Τζώρτζ Φένερ είπε αργότερα: «Ο Θεός έχει προστατεύσει τις δυνάμεις της Αυτής Μεγαλειότητος με τις λιγότερες απώλειες που έχουν ακουστεί ποτέ σε ναυμαχία με τόσο μεγάλο κανονιοβολισμό. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι οι απώλειές μας δεν φθάνουν σε τριψήφιο αριθμό».
Αν και η Αρμάδα παρέμενε μια μεγάλη δύναμη έχοντας χάσει ως τότε μόνο έξι πλοία, ήταν μια δύναμη-φάντασμα που είχε καταπονηθεί πέρα από κάθε όριο και είχε εξαντλήσει σε μεγάλο βαθμό τα εφόδια και τα πυρομαχικά της.
Ακόμα και οι τυχεροί Ισπανοί που ένοιωθαν ανακούφιση έχοντας επιβιώσει από τη δοκιμασία της μάχης στη Γκραβελίν, δεν γνώριζαν ότι η χειρότερη μέρα της εκστρατείας δεν είχε έλθει ακόμα.
Όσον αφορά τον δούκα της Πάρμα, γρήγορα αντιλήφθηκε πως η ναυτική δύναμη που θα τον υποστήριζε για την εισβολή στην Αγγλία είχε μετατραπεί σε φυγά και διέταξε τα στρατεύματά του να εγκαταλείψουν τις θέσεις αναμονής στα λιμάνια της Φλάνδρας και να επιστρέψουν στις βάσεις τους στην Ολλανδία.
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ ΑΡΜΑΔΑΣ
Εξαντλημένα από το άγχος της μάχης τα πληρώματα της Αρμάδας δεν μπόρεσαν ούτε καν να κοιμηθούν τη νύχτα της 8ης Αυγούστου που μάνιαζε η καταιγίδα. Ο άνεμος είχε γίνει πια βορειοδυτικός και ωθούσε τα λαβωμένα ισπανικά πλοία προς τις ύπουλες ακτές Ζέελαντ, όπου υπήρχε άμεσος κίνδυνος να προσαράξουν. Με τα αγγλικά πλοία να καιροφυλακτούν άγρυπνα αριστερά τους και τις όχθες Ζέελαντ δεξιά, η μοίρα των Ισπανών διαγραφόταν πια πολύ σκοτεινή.
«Ήταν η πιο φοβερή μέρα στον κόσμο γιατί όλοι μας πλέον είχαμε κυριευθεί από τη χειρότερη απόγνωση και στεκόμασταν περιμένοντας τον θάνατο», είπε ο δον Λουίς ντε Μιράντα. Ο ίδιος ο Σιντόνια ακούστηκε να κραυγάζει «Τι πρέπει να κάνουμε, είμαστε χαμένοι!», καθώς περνούσε δίπλα στο «San Martin» το πλοίο του Μιγκέλ ντε Οκουέντο. Η απάντηση του Ισπανού πλοιάρχου ήλθε σαρκαστική, αλλά γενναία: «Ρώτησε τον Ντιέγκο Φλόρες. Σε ότι αφορά εμένα, σκοπεύω να πολεμήσω και να πεθάνω σαν άνδρας. Στείλε μου πυρομαχικά».
Ευτυχώς για τους Ισπανούς τα πλοία του λόρδου Χάουαρντ δεν βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση και έτσι έπειτα από μια απειλητική κίνηση προς την Αρμάδα απομακρύνθηκαν. Σε κάποιους από τους έμπειρους ναυτικούς αυτή η στάση των Άγγλων γέννησε τους χειρότερους φόβους, επειδή σήμαινε πως ίσως ο εχθρός γνώριζε ότι τα ισπανικά πλοία ήταν πια καταδικασμένα και σκόπευε να παρακολουθήσει το τέλος τους ως απλός θεατής. Ολόκληρο το πρωινό της 9ης Αυγούστου ο άνεμος εξακολουθούσε να ωθεί με πείσμα την Αρμάδα προς τις ξέρες. Το απόγευμα το επικεφαλής πλοίο μέτρησε το βάθος του νερού σε επτά μόνο οργιές (12,8 μέτρα).
Τα περισσότερα γαλεόνια είχαν βύθισμα 9 μέτρων και συνεπώς ο ισπανικός στόλος απείχε πια ελάχιστα από την πλήρη καταστροφή. Σύντομα το βάθος μειώθηκε σε 6,5 μέτρα και ο δούκας και η ακολουθία του, αφού εξομολογήθηκαν, ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν με αξιοπρέπεια το τέλος τους. Τότε συνέβη το θαύμα. Ο άνεμος άλλαξε ξαφνικά σε νοτιοδυτικό και η Αρμάδα απομακρύνθηκε προς Βορρά χωρίς να χάσει ούτε ένα πλοίο της. Στις 18 Αυγούστου οι Άγγλοι ψαράδες του Σαουθάμπτον που έριχναν τα δίχτυα τους στις τεράστιες (αλλά άδειες) θαλάσσιες εκτάσεις νοτίως των νήσων Σέτλαντ, αντίκρισαν ένα μοναδικό θέαμα, όταν ξεδιπλώθηκαν μπροστά τους τα πανιά από τα «τερατώδη πλοία» της Αρμάδας που ο άνεμος τα είχε φέρει ως εκεί.
Ο ισπανικός στόλος σερνόταν κυριολεκτικά με ταχύτητα δύο κόμβων και είχε ήδη απαλλαγεί από την παρουσία των αγγλικών πολεμικών, τα οποία προτίμησαν να επιστρέψουν στις βάσεις τους αφήνοντας την καταπτοημένη Αρμάδα στην τύχη της. Ένα κύμα μελαγχολίας και απαισιοδοξίας άρχισε να κυριεύει πάλι τους Ισπανούς. Αντιμετωπίζοντας πλέον άμεσα πρόβλημα έλλειψης πόσιμου νερού, πέταξαν όλα τα ζώα στη θάλασσα. Αρκετές ώρες αργότερα ένα εμπορικό πλοίο που έτυχε να περνά από την ίδια περιοχή ανέφερε ότι η επιφάνεια του ωκεανού ήταν γεμάτη από άλογα που κολυμπούσαν ακόμα απεγνωσμένα.
Στις 21 Αυγούστου υπήρχαν 3.000 ασθενείς πάνω στα πλοία της Αρμάδας, εκτός από το πλήθος των τραυματιών. Ως τα μέσα του Σεπτεμβρίου οι απώλειες των Ισπανών ανέρχονταν σε μόλις 20 πλοία και 1.000 άνδρες, αλλά το δεύτερο 15ήμερο εκείνου του μήνα οι δυνάμεις του Σιντόνια κτυπήθηκαν από την καταστροφή σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταποντιστούν διπλάσια σκάφη και να εξαπλασιαστούν οι χαμένες ζωές. Αν και 60 σχεδόν πλοία είχαν ακολουθήσει τις εντολές του Σιντόνια να κινηθούν δυτικότερα, προς το κέντρο του Ατλαντικού, πριν στρίψουν προς τον Νότο, άλλα 40 ή 50 πλοία προτίμησαν να ακολουθήσουν μια πιο ευθεία πορεία προς τα ισπανικά λιμάνια. Η έλλειψη εφοδίων, η ανεπαρκής πλοήγηση και ο απαίσιος καιρός ήταν οι αιτίες που παρέσυραν αυτά τα πλοία πάνω στις απότομες δυτικές ακτές της Ιρλανδίας, όπου 26 από αυτά τσακίστηκαν στέλνοντας στον θάνατο 5.000 άνδρες- που πνίγηκαν ή θανατώθηκαν από τους Ιρλανδούς.
Ακόμα όμως και τα πλοία που κατάφεραν να αποφύγουν την προσάραξη στην Ιρλανδία συνέχισαν το ταξίδι τους προς τα νότια μέσα σε ασταμάτητες καταιγίδες και έναν ωκεανό που έμοιαζε πάντα φουρτουνιασμένος. Το «San Martin», η ναυαρχίδα της Αρμάδας, έφτασε στο λιμάνι του Σανταντέρ στις 21 Σεπτεμβρίου με το πλήρωμά του μειωμένο κατά 220 άνδρες.
Ακόμα και αυτοί που είχαν επιβιώσει πάνω στο άλλοτε περήφανο πλοίο ήταν τόσο εξαντλημένοι ώστε δεν μπορούσαν να εκτελέσουν τους απαραίτητους ελιγμούς για να το φέρουν στο λιμάνι και έτσι η γαλέρα χρειάστηκε να ρυμουλκηθεί.
Ο ίδιος ο δούκας ήταν άρρωστος από πυρετό και δυσεντερία για έναν ολόκληρο μήνα και βρισκόταν σε κατάσταση ημιαναισθησίας, ανήμπορος πολλές φορές να γράψει ακόμα και το όνομά του.
Τα 24 πλοία που τον ακολούθησαν στο Σανταντέρ και τα 28 που έφθασαν αργότερα σε άλλα ισπανικά λιμάνια παρουσίαζαν το ίδιο απογοητευτικό θέαμα. Αρκετά είχαν εξαντλήσει τα αποθέματα πόσιμου νερού πριν από δύο εβδομάδες – καθ’ όλο αυτό το διάστημα οι ναύτες ξεγελούσαν τη δίψα τους στύβοντας τα ρούχα τους έπειτα από τη βροχή.
Ο μεγάλος αριθμός των πλοίων που δεν επέστρεψαν ποτέ έστειλε ένα κύμα ρίγους σε όλο το ισπανικό έθνος.
Ελάχιστες ήταν οι οικογένειες που δεν είχαν αγγιχτεί από τις συνέπειες αυτής της βαριάς ήττας και όπως ήταν φυσικό τα επικριτικά σχόλια για την τραγωδία επικεντρώθηκαν στον Σιντόνια, που ορκίστηκε να μην επαναλάβει ποτέ πάλι διοίκηση στη θάλασσα «ακόμα και αν αυτό του κόστιζε το κεφάλι του».
Η μεγάλη σταυροφορία του Φιλίππου εναντίον της αιρετικής βασίλισσας είχε καταλήξει σε ναυάγιο. Ο σερ Γουόλτερ Ράλει αποτύπωνε ίσως τη γνώμη του συνόλου των επαγγελματιών στρατιωτών όταν σχολίαζε το εγχείρημα του μονάρχη της Καστίλης: «Το να εισβάλλεις από τη θάλασσα εναντίον μιας ύπουλης ακτής, χωρίς να κατέχεις κανένα λιμάνι και χωρίς να έχεις υποστηρικτές από καμία πλευρά, ταιριάζει περισσότερο σε τυχοδιώκτη παρά σε άνθρωπο που τον διακρίνει η σοφία».
Ο ακήρυκτος πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Ισπανίας θα συνεχιζόταν ως τις 24 Μαρτίου 1603, την ημέρα που η φοβερή Ελισάβετ απεβίωσε, επιτρέποντας έτσι στα δύο κουρασμένα βασίλεια να έλθουν σε συνεννόηση. Αν και τα αποτελέσματα των κατοπινών επιχειρήσεων δεν συγκρίνονταν σε μέγεθος με εκείνα του 1588, η άλλοτε πανίσχυρη Ισπανία μοιραζόταν πλέον την ηγετική της θέση στην Ευρώπη με την αγγλική ναυτική δύναμη.
Η απίστευτη καταστροφή στην οποία κατέληξε η εκστρατεία έκανε τη γενειάδα του βασιλιά Φιλίππου να ασπρίσει, αλλά λέγεται ότι η βαθύτερη θλίψη που ένοιωσε ο μονάρχης προερχόταν από την απώλεια ενός συγκεκριμένου άνδρα: του κυβερνήτη του πλοίου «Rata Coronada» Αλόνθο ντε Λέβια, ο οποίος χαρακτηριζόταν από τους συναδέλφους του ως το «περιφημότερο άνθος της Αρμάδας». Το πλοίο αυτό είχε χάσει νωρίτερα την άγκυρά του και έτσι το πλήρωμά του προσπάθησε με επιδέξιους χειρισμούς να το προσαράξει σε έναν ήσυχο όρμο της Ιρλανδίας, κάτι που πέτυχε στις 21 Σεπτεμβρίου.
Οι 500 Ισπανοί έκαψαν το «Rata Coronada» για να μην αφήσουν πίσω τους ίχνη και ακολούθησαν μια επίπονη πορεία για να βρουν το «Duquesa Santa Ana», που γνώριζαν ότι έπλεε κοντά στην άλλη πλευρά του όρμου. Αφού επιβίβασε τον Λέβια και τους άνδρες του το «Santa Ana» συνέχισε για τη Σκοτία, αλλά ναυάγησε από καταιγίδα νοτιοανατολικά του ακρωτηρίου Ντόνεγκαλ.
Οι 900 επιζώντες κινήθηκαν πάλι προς τον κόλπο του Κίλλιμπεγκς, όπου υπήρχαν πληροφορίες ότι είχαν σταθμεύσει τρία άλλα ισπανικά πλοία. Φθάνοντας εκεί όμως αντίκρισαν μόνο μια γαλέρα, την «Girona», που προθυμοποιήθηκε να τους παραλάβει. Ο ντε Λέβια έδωσε το σύνθημα του απόπλου στις 26 Οκτωβρίου, ήταν όμως αδύνατο στη γαλέρα να μεταφέρει με ασφάλεια τους 1.600 ανθρώπους που ήταν στοιβαγμένοι πάνω της. Μια φοβερή νυκτερινή καταιγίδα παρέσυρε το βραδυκίνητο πλοίο στην ακτή και το κομμάτιασε, αφήνοντας μόνο εννέα επιζώντες.
Ο ντε Λέβια και πολλοί άλλοι Ισπανοί ευγενείς είχαν την ίδια πικρή μοίρα με τους δυστυχείς σκλάβους που κωπηλατούσαν προσπαθώντας να γλιτώσουν τη γαλέρα και τη ζωή τους.
Η τοποθεσία όπου ναυάγησε η «Girona» βρίσκεται κοντά σε έναν βράχο ο οποίος ακόμα και σήμερα ονομάζεται «βράχος του Σπανιόλου». Εκεί το 1968 οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως μια τεράστια συλλογή από πολύτιμα κοσμήματα. Το πιο λυπηρό εύρημα ήταν ίσως ένα χρυσό δακτυλίδι που πάνω του είχε χαραγμένη μια απλή φράση στα ισπανικά: «Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω».
Το άρθρο είναι του Δημήτριου Β. Σταυρόπουλου και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία» τον Ιούλιο του 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου